"H ομορφιά του παρελθόντος είναι το αποτέλεσμα, όχι ο λόγος της νοσταλγίας"
Μ. Foucault

Σάββατο 12 Αυγούστου 2017

....πριν μας αναγκάσει να φύγουμε....

Μια φορά κι έναν (τόσο αρχαίο που κανείς δεν θυμάται πια) καιρό, ήταν μια  (όχι τόσο όσο νομίζουμε) μακρινή χώρα, κούκλα…. Παραθαλάσσια, αμμουδιά, φοινικόδασος (να τη βλέπει και να σκάει το Βάι), όλα τα καλά του κόσμου κι ένα λιμάνι φοβερό να μπαινοβγαίνουν οι θαλαμηγοπεντηκόντοροι και οι φορτηγοτριήρεις και να μην προφταίνουν οι σκλάβοι τις φορτοεκφορτώσεις εμπορευματοαμφορέων, και τις  νηομεταφορές εμπορευματοπανεριών (να τα βλέπει η ΚΟΣΚΟ και να ονειρεύεται οργανισμούς λιμένος και συμβάσεις αποικιακές). Το πρόβλημα ήταν ότι  ήταν μια σταλιά κι έτσι κανείς δεν θυμόταν πώς την έλεγαν. Από το πολύ -Σύρε, ρε, με το καράβι μέχρι εκεί στη χώρα με τους φοίνικες – ξεχνάω πώς τη λέμε – που  ξεμείναμε από χρυσάφι Κύπρου…. -Σύρε, ρε, στη να δεις πώς τη λένε… ξέρεις εκεί με τους φοίνικες – ξεμείναμε  από λάδι Κορώνης… πολύ δεν θέλει, της έμεινε της χώρας το Φοινίκη και αργότερα (που ο φοίνικας αποψιλώθηκε με κάτι αναπτυξιακά και κάτι πετρελαιογεωτρήσεις και λίγο πριν ξεκληριστούν πλούτη και λαός -γνωστή σε όλους μας και στενόχωρη ιστορία) της έμεινε το Συρία (ευτυχώς που έχετε βρει εδώ την πηγή της γεωγραφοετυμολογίας).
Εκεί, λοιπόν, ζούσε ένας βασιλιάς εξαίρετος (υιός του Ποσειδώνα του θεού της θάλασσας, γαρ) ναυσιπλόος. Είχε  φάει (ξαδέρφι του θεού του πολέμου του Άρη, γαρ) και  δυο τρεις ηγεμόνες που του κουνήθηκαν σε κάτι εκβιαστικές διαπραγματεύσεις  (τύπου μιλάτε με τον κήρυξ και θεσμό, κάντε ένα βήμα καλής θέλησης, παραδώστε την πόλη, το χρηματοκιβώτιο συν κάτι κρατικά ακίνητα, κάτι νησιά κάτι κάστρα που σας κάθονται ανεκμετάλλευτα και μετά βλέπουμε αν θα σας εντάξουμε εις το σύμφωνο χαλάρωσης της θανατερής πολιορκίας) κι έτσι τον ονόμαζαν Αγήνορα (πάνω από όλους τους άντρες).  Ο Αγήνορας, με το που έφτασε σε γάμου ηλικία, πήρε (όπως ταιριάζει σε έναν βασιλιά τέτοιου γενεαλογικού δέντρου και δόξης) για βασιλοσύζυγο μια λαμπερή (εξ ού και το  Τηλέφασσα) πριγκίπισσα και μπήκε με ζήλο στη διαδικασία παραγωγής απογόνων και θεμελίωσης δυναστείας. 
Με τον  πρώτο, κιόλας,  χρόνο του γάμου να σου η πρώτη εγκυμοσύνη να κι η μεγάλη συγκίνηση για το νιόπαντρό ζευγάρι κι όλο το συγγενολόι σε ουρανούς και γαίες (ευκαιρία ψάχναν οι θεότατοι για γλέντι και νέκταρ, ως γνωστόν). Μόλις ήρθε, δε, η ώρα η καλή και βγήκε η ιέρεια της Ειλειθυίας (διότι πού να βρεθεί γυναικολόγος και μαμή εκείνες τις εποχές και μετά απορούσαν που πεθαίναν πιο πολλές επίτοκες κι από κομπάρσους στο Game of Thrones, άσχετο…) από το δωμάτιο της λεχώνας με το καλό το νέο … -αγόρι - και τι αγόρι, να σας ζήσει, έκανε χαρά μεγάλη ο Αγήνωρ, μοίρασε (ως είθισται) χρυσά τάλαντα  για τα συχαρίκια βγήκε και ανακοίνωσε και στον λαό… -εγεννήθη ο υιός μου κι έγινε μεγάλη γιορτή και πολυήμερο γλέντι.
Αρχαία χρόνια ήταν, μικρές οι γνώσεις περί αντισυλλήψεως ήταν δεν πρόλαβε να μπουσουλήσει ο μικρός (που είχε ήδη ονομαστεί για προφανείς λόγους) Φοίνικας, να σου ξανά η βασιλοσύζυγος να της μυρίζουν από  μήλα των εσπερίδων  μέχρι μπακαλιάρο τάριχο και να τρέχει ο έρμος ο Αγήνωρ με στρατούς και στόλους να φέρει της εγκυμονούσας και να’χει και στην επιστροφή το… -Αχ, μου πέρασε… τσίμπησα έναν γάρο (τι να σας διηγιέμαι τώρα, κάπου το έχετε ακούσει το δραματάκι της εγκυμοσύνης). Ξαναβγήκε, τες παν, σε εννέα μήνες η ιέρεια με την καλή την ανακοίνωση… - να ένας αγόραρος…  έκανε χαρά μεγάλη πάλι ο βασιλιάς (αφού σου λέει παραφυλά η παιδική θνησιμότητα κάτσε να εξασφαλίσουμε τη δυναστεία και τη διαδοχή). Βγήκε και ανακοίνωσε και στον λαό… -εγεννήθη  ο Κίλικας (καθότι ζουμπουρλούδικο και με κάτι αυτιά σαν χερούλια το μωρό, άσχετα που κανείς δεν το υποδείκνυε στον βασιλιά), κι έκαναν μια γιορτή μέρες και βδομάδες (και με τα μισά λεφτά, μη σας πώ απ’ όσα χρειάστηκε  ο Καμίνης  για την 3ώρη φιέστα της Κοτζιά το 2016 μετά Χριστόν) σε πρωτεύουσα και περίχωρα.
Πέρασαν καμπόσοι μήνες. Άρχισε ο Κίλικας (που ήταν πολύ ζωηρός) να μπουσουλά κι ό,τι πιάνει στο χέρι να το χιλιοκομματιάζει, είχε και ο Φοίνικας τα ζητήματα ζήλειας του πρωτότοκου, όπου έβρισκε τον μικρό τον καταχέριζε, αγόρια ήταν ό,τι τους έφερναν για δώρο το έκαναν όπλο για μάχες φονικές (μην τα πολυλογούμε, παιδιά έχετε, ξέρετε) το είχαν το παλάτι εργοτάξιο κάνει. Το σκέφτηκε, λοιπόν, ο Αγήνορας  φωνάζει την Τηλέφασσα… -καλοί οι διάδοχοι, θα υπερασπίσουν και την πατρίδα σε ό,τι τύχει αλλά ένα ποτήρι νερό άμα γεράσουμε δεν το βλέπω να μας δίνουν….-άσε που ποιος ξέρει και τι νύφες θα μας φέρουν συμπλήρωσε η Τηλέφασσα (τι να λέμε? μάνα ήταν το Οιδιπόδειο ήταν η φυσιολογική της κατάσταση), η οποία μπήκε στο νόημα αμέσως…. πρέπει να κάνουμε ένα κορίτσι, να μπει λίγη χάρη και στο παλάτι, λίγη ομορφιά να φτιάξουν  οι δούλες κάνα κοτσιδάκι, να διδάξω κι εγώ πώς γίνεται το κοπανέλι της μάνας μου…
Μία που το είπαν μία που η Τηλέφασσα (που από ότι φαίνεται κρεμούσε άντρας το χιτώνα δίπλα στον χιτώνα της και γκαστρωνόταν εκεί που άλλες γυναίκες τρώνε όλα τους τα λεφτά στις εξωσωματικές κλινικές “Οι Κάβειροι” και τα τάματα στη Λητώ και την Ήρα) έμεινε έγκυος. Έκανε χαρά μεγάλη ο Αγήνορας πήγε και σε κάτι ονειροκρίτες, πήγε σε μάντισσες σε χαρτορίχτρες (όχι για να δει που χάνεσαι όλες τις νύχτες)… -κορίτσι μεγαλειότατε, κορίτσι… Φευ, στους εννιά μήνες που έβγηκε (πιο δισταχτικά τούτη φορά) η ιέρεια με τον γιο,  του ‘ρθε ένας ντουβρουτζάς. Τι να κάνει όμως? Έκανε τα πικρά γλυκά, βγήκε και ανακοίνωσε στον λάο…. -η Τηλέφασσα έκανε πάλι αγόρι κι έστρωσαν και τα τραπέζια (μη λέει ο κόσμος, ότι ξεχωρίζει ο βασιλιάς τα παιδιά του). Απ’ τη σύγχυση, ωστόσο, δεν είχαν σκεφτεί να δώσουν ένα όνομα στο μωρό κι έτσι με το… -θα σου πει η Τηλέφασσα και… -θα σου πεί ο Αγήνορας…  κάθε φορά που τους ρώταγαν -πώς τον λέτε, καλέ, τον μπέμπη (Χριστέ μου! τι πηγή παρασκηνιακών πληροφοριών έχετε βρει εδώ) του έμεινε το Θάσος του μωρού, άειντε να μας ζήσει.
Τώρα, πλέον, ο Αγήνορας το είδε πατριωτικά. Δεν μπορεί σου λέει ο ξάδερφος ο Δαναός να έχει πενήντα κόρες (άσχετο που δεν ήξερε σε τι βούρκο θα κατρακυλούσαν ανεψιές και ξάδερφος για να γλιτώσουνε την προίκα) κι εγώ να μην μπορώ να έχω μήτε μία, κι έτσι όπου έβρισκε την Τηλέφασσα παρ’ όλες τις ασθενείς και για τα μάτια του κόσμου (έναν άλλονε φώς μου, άσχετο παρασύρθηκα) διαμαρτυρίες της …-κάτσε βρε χριστιανέ μου και μας κοιτάει και το δουλικό προσωπικό… την κουτούπωνε με το γνωστό και αναμενόμενο αποτέλεσμα. Το ’χε, τώρα, σίγουρο. Έκανε και μια βόλτα σε μαντεία και σπλαχνοσκόπους αφού οι πρότεροι ονειροκρίτες (που είχαν την ίδια επιτυχία με κάτι παγκόσμιους και έλληνες κασανδροοικονομικοπολιτικοκοινωνικοαναλυτές της σήμερον) είχαν, μετά από συνοπτικές διαδικασίες, συναντήσει τους χθόνιους και καταχθόνιους θεούς τους, όπου πήρε τις (λίγο πιο διφορούμενες αυτή τη φορά) διαβεβαιώσεις τύπου… -αν η Τηλέφασσα δεν κάνει αγόρι τότε το παιδί θα είναι κορίτσι… τις ερμήνευσε κατά το δοκούν και μόνο η αίθουσα του θρόνου γλίτωσε το ροζουλί. Πλην όμως, άμα τη εμφανίσει της ιέρειας (που με το ζόρι -όχι πάλι εγώ, παιδιά, προς Θεάς- κι αφού έχασε στον κλήρο βγήκε να κάμει την ανακοίνωση) ίσα που το γλίτωσε το εγκεφαλικό ο βασιλεύς και μπήκε φουριόζος στο δωμάτιο της λεχώνας, η οποία δεν άφηνε το βρέφος από τα χέρια της μην της το ξεπαστρέψει ενώ ταυτόχρονα τον παρακαλούσε… -έλα, μανούλα μου, κοίτα το τό αθώο, ο καλύτερος των αγοριών μας θα είναι αυτός… αφού δεν έρχεται η κόρη αυτόν θα έχουμε για το νερό. Ε, ο καλύτερος από δω, ο καλύτερος από κει… τον είπε Κάδμο ο βασιλιάς, έστειλε κι έναν κήρυκα να κάνει ανακοίνωση στον από κάτω από το παράθυρο μαζεμένο και απογοητευμένο (καθότι στα στοιχήματα 1 προς 200 είχε απόδοση το κορίτσι) λαό, έγινε και το  σύνηθες τραπέζι και κλείσθηκαν στο παλάτι.
Όπως φαντάζεστε μετά από τέτοια απογοήτευση Αγήνορας και Τηλέφασσα έπεσαν σε μελαγχολία, ασχολιόνταν όλη την ώρα με τα μικρά τους κι από σεξ, μην τα συζητάτε (και κυρίως όχι με νέους γονείς που ‘χουν την εξάντληση έχουν και τον καημό τους) μια στο τόσο. Έλα όμως που, ως προείπαμε, πιο εύκολα είχε η Τηλέφασσα τις εγκυμοσύνες παρά το ΔΝΤ τις απαισιόδοξες προβλέψεις για την οικονομία της Ελλάδος και παρ’ όλη τη χάση και τη φέξη, να την πάλι η εγκυμοσύνη.
Αυτή τη φορά ούτε μάντεις ούτε ιερείς  κι από προετοιμασίες τίποτα! με τα παλιά μωρουδιακά και τα φασκιώματα θα την έβγαζε το ερχόμενο βασιλόπαιδο. Ε, ήρθε η ώρα και τα γνωστά, πιάσαν την Τηλέφασσα οι πόνοι, βημάτιζε νευρικά απ’ έξω ο Αγήνορας (και βλαστημούσε που θα του το ισοπεδώνανε το παλάτι τόσα αρσενικά), βγήκε  βιαστική βιαστική η ιέρεια (που μόνο σπίτι τους δεν είχε εγκατασταθεί, πια, τόσο συχνά που την καλούσαν) και…  -ΚΟΡΙΤΣΙ μεγαλειότατε κορίτσι… Άλαλος έμεινε ο Αγήνορας μπήκε φουριόζος στο δωμάτιο και βρήκε τη λεχώνα να κλαίει με την κόρη στην αγκαλιά και γύρω ΤΗΝ αναμπουμπούλα. Το κοριτσάκι μια χαρά ήταν και ολόγερο πλην όμως είχε κάτι μάτια σαν πιατάκια του καφέ και κοίταζε γύρω γύρω σαν περισκόπιο. Δεν πα να το κοιτάγανε οι δούλες και οι ιέρειες καλά, καλά (τι ’ν’ τούτο, Ήρα μου και Βαγγελίστρα μου?) ο βασιλιάς (όπως κάθε πατέρας) το βρήκε το ωραιότερο μωρό του κόσμου, το ονόμασε Ευρώπη (τι ματάρες έχει η κουκλίτσα μου? τι?) έστειλε παντού την ανακοίνωση του ερχομού της πριγκίπισσας στον λαό (που αφού δεν βρισκόταν κανείς να δεχτεί στοιχήματα περί κόρης σιγά μην καθόταν έξω από το παλάτι) και διάταξε να κάνουν μακροχρόνια γλέντια στη χώρα που μπροστά τους η δεξίωση γάμου του Τσοχατζόπουλου (αρχαίος διπλοθεσίτης, από τη μία αμυντικός υπεύθυνος της χώρας και από την άλλη έμπορος δοράτων και ασπίδων που θησαύριζε, που να θυμάστε τώρα) έμοιαζε με τσάι κυριών.
Μεγάλωνε, λοιπόν, η Ευρώπη καμάρι του πατέρα της και παρηγοριά της μάνας της, λέμε τώρα, διότι (και δυστυχώς) θες από το πολύ το χάδι (αφού μάνα, πατέρας, θεογιαγιάδες και θεοπαππούδες συν όλο το ιερατείο, συν το δουλικό προσωπικό έτρεχαν από πίσω της), θες τα μάτια της τα τρομερά που έβλεπαν πολύ πιο μακριά από όπου έφταναν τα βλέμματα των άλλων ανθρώπων (κι ως γνωστό το μάτι είναι πιο λαίμαργο από το στόμα) πολύ ιδιότροπο τους είχε βγει τούτο το θηλυκό κι όσο μεγάλωνε τόσο χειρότερο γινόταν. Μόλις έβλεπε κάποιο από τα αδέρφια της να παίζει άρχιζε τις τσιρίδες και τα …..ζικό μουουουου!!!! Το σέλωωωωωωω!!! γύριζε και τα τρομακτικά μάτια της προς αυτούς…. πανικοβάλλονταν τα αγόρια της το έδιναν και το ’σκάγαν. Αν έβλεπε κάποιο από τα αγόρια στην αγκαλιά της μάνας ή του πατέρα της ξανάρχιζε τις τσιρίδες και τα κλάματα  μέχρι να διώξει το αγόρι και να κατσικωθεί αυτή στην πατρική ή μητρική αγκαλιά. Αν κάποιος ξένος, δε, έδινε γλυκό ή δώρο στα αγόρια αμέσως πεταγότανε να το πάρει ουρλιάζοντας… -ζα μέναααααααα… με αποτέλεσμα τα αγόρια (μη σας πούμε κι οι επισκέπτες) να έχουν αρχίσει να έχουν σύνδρομα, αγοραφοβίας, παιχνιδοφοβίας, κοριτσοφοβίας και πάει λέγοντας (μιλάμε τα σύνδρομά τους ο Φρόιντ και η Κλάιν μια στους Λαβδακίδες και μια πάνω τους τις στήριξαν). Δεν συζητάμε, δε, τα κοριτσάκια των αυλικών οικογενειών που έρχονταν να παίξουν και που κατέληγαν να τα ξεμαλλιάζει η Ευρώπη και να τους παίρνει ό,τι είχαν (και καλά δώρο στην πριγκίπισσα). Μισά βγαίναν τα έρμα μετά από κάθε (οι θεοί να το κάνουν) παιχνίδι αλλά που να τολμήσουν οι οικογένειες να διαμαρτυρηθούν στον βασιλιά για τον θηλυκό συνδυασμό του Ιχθυοκένταυρου και της Έμπουσας. Κάνα δυο που διαμαρτυρήθηκαν, να ζήσουμε να τους θυμόμαστε και να χαίρεται ο βασιλιάς την περιουσία τους που κατασχέθηκε υπέρ της ευημερίας του κράτους.
Anyhow και συμπερασματικά, μπροστά στην Ευρώπη το κοριτσάκι του Εξορκιστή έως και αγγελούδι το έλεγες. Όσο μεγάλωνε, δε, τόσο χειρότερη, πιο συμφεροντολόγα και πιο χειραγωγική γινόταν και για να γίνει το δικό της δεν δίσταζε να στρέφει τα αδέρφια της το ένα εναντίον του άλλου, όλους μαζί κατά του πατέρα τους και τον πατέρα τους που, παρεμπιπτόντως, τη λάτρευε (μιλάμε, τέτοια τυφλαμάρα πατέρα απέναντι σε κόρη είχαμε να δούμε από τον καιρό που ο Τραμπ άφηνε την Ιβάνκα να κοιμάται στον καναπέ του οβάλ στον Λευκό Οίκο) εναντίον όλων τους.
Και σαν να μην έφτανε η ιδιοτροπία της, όσο μεγάλωνε, χωρίς να είναι άσχημη -ίσα, ίσα- τόσο πιο τρομακτική γινόταν εξαιτίας των τεράστιων ματιών της που, όσο περνούσε ο καιρός, έδειχναν και πιο μεγάλα σχεδόν κάλυπταν όλο της το πρόσωπο και το βλέμμα τους έφτανε στα πέρατα της γης. Και ναι μεν, στο βίρτσουαλ το θέμα λυνόταν με κάτι ψηφιδοσόπ και κάτι αμφορεοαντόμπ, που Ευρώπη του έδινες του καλλιτέχνη και τη Ναόμι τη μαύρη γαζέλα σου έβγαζε (αλλιώς -καλλιτεχνικές ελευθερίες και αηδίες- κινδύνευε να τελευτήσει τον βίο του σε μπουντρούμια και κωπήλατα), στο δια ζώσης, όμως, η Ευρώπη λαχταρούσε τον κόσμο. Οι, δε, πρίγκηπες που έρχονταν πρώτη φορά παρασυρμένοι από τους ινσταγκραματοαμφορείς με τη μορφή της επάνω, οι οποίοι έφταναν ως τα βάθη του τότε γνωστού κόσμου, σταλμένοι από την Τηλέφασσα (διότι τον είχε τον φόβο και την αναρώτηση, η έρμη η μάνα, του ποιος αντέχει την Ευρώπη γεροντοκόρη στο αιώνα τον άπαντα) κάλλιο το ’χαν να αντιμετωπίσουν τη Γοργώ παρά τα τρομακτικά μάτια της Ευρώπης.
Όμως (και όπως λέει και η σοφή σεβάσμια μαμά μου), μην κοιτάς τα πόδια (στην περίπτωσή μας τα μάτια) μου τα στραβά (στην περίπτωσή μας τα τεράστια και τρομακτικά) κοίτα την τύχη μου την ίσια. Κι εκεί που ’τρεχε σε λειμώνες και παραλίες, σε ναούς και τάματα, όπου την έστελνε η μάνα της, παρέα με τις θεραπαινίδες και τις αυλικοκόρες αφ’ ενός για να μην τρομάζει τον κόσμο  κι αφ’ ετέρου να γλιτώνει την τρομοκρατία της το παλάτι, της έφεξε της Ευρωπίτσας μας κι έπεσε επάνω της έτερο μάτι (πιο τεράστιο από τα δικά της) ον τα πανθ’ ορά  (ή τουλάχιστον εόρα εκείνη την εποχή). Το μάτι του Θείου (και θείου του πατέρα της αλλά που δεν τον πολυπροβλημάτιζαν τέτοιες λεπτομέρειες περί αιμομιξίας τον τρισμέγιστο) Δία, ο οποίος όπως διαβεβαιώνει και ο Όμηρος (που μεγαλόφθαλμη ανεβάζει την Ήρα, βοομάτα την κατεβάζει άρα κάτι ξέρει περί των προτιμήσεων του Διός) πολύ τις πήγαινε της μεγαλομάτες γυναίκες. Μόλις την είδε, λοιπόν, την Ευρώπη σε κάτι προσκυνήματα και κάτι θυσίες με αυτά τα μάτια τα τεράστια (μοντέλο της Μάργκαρετ Κιν στους big eyes πίνακές της, λέμε)  του γυάλισε και δεν σας περιγράφουμε τις συνήθεις γελοιότητες στις οποίες κατέφυγε για να τη γοητέψει. Τι μεταμορφώσεις σε κύκνους, φίδια και χρυσές βροχές, τι βροντές και αστραπές τυλίχθηκε και περιδιάβαινε (και νόμιζε ότι δεν τον καταλάβαιναν κι όλας που είχε γίνει βούκινο ο τύπος σε ανατολές και δύσες, τες παν), τίποτα η Ευρώπη! να μη γυρνάει να τον κοιτάξει (τρόπος του λέγειν). Διότι και επειδή, η Ευρώπη (όπως ο αναγνώστης, εν αντιθέσει με τον Δία -που σκεφτόταν με το κάτω κεφάλι- έχει αντιληφθεί) μεγάλη μουσίτσα, την είδε (που λέει ο λόγος και πάλι)  την ευκαιρία για τα απόλυτα μεγαλεία και τη διαφυγή από την ασήμαντη χωρούλα. Αλλά ταυτόχρονα κοίταζε να διαφυλαχθεί από τη (λίγο ως πολύ γνωστή εις όλη την αρχαιότητα μέσω των γνωστών, μεσημεριανοτελάληδων και κουτσομπολοαοιδών) μοίρα των προηγουμένων άμυαλων κορασίων και αγορίων μιας και τα περί φύλου ήτο ασήμαντες λεπτομέρειες τότε (μην τα λέτε όμως αυτά του Αδώνιδος -του γνωστού Αδώνιδος- αγριεύει), οι οποίες και οποίοι κατέληξαν από υπόγειους δεσμώτες και μελλοντικά γεύματα δράκων ως καρβουνιασμένες δάδες και υπηρετικό προσωπικό στον Όλυμπο.
Και του το ’κοψε….-κατ’ αρχάς και μεταξύ μας σας γνωρίσαμε Θείε (και μακρινοθείε) Δία και διατί να το κρύψωμεν άλλωστε (που έλεγε και σχεδόν συνομήλικος με την ιστορία μας Έλλην πολιτικός του οποίου το χάρισμα ήτο η -δίκαιη- πίστη του ότι ο λαός ξεχνά) πολύ με ενδιαφέρετε και κούκλο σας βρίσκω πλην όμως…. Ή τη βέρα ή  βρείτε εταίρα!. Εγώ για ξεπέτες δεν είμαι. Πήγε να πει κάτι κοψομεσιασμένα (που έλεγε και ο σοφός μακαρίτης πεθερός μου –μιλάμε λόγω καταγωγής παραμυθιού το ‘χω ρίξει στην προφορική βιβλιογραφία), τύπου… -να πάρω εσένα τώρα και θα το πάρω και το διαζύγιο αργότερα. Να της το φέρω μαλακά, είναι και τα παιδιά μην τρέχουμε σε ψυχολόγους, τι φταίνε τα αθώα. Αλλά πού η Ευρώπη, η οποία (όπως έχετε αντιληφθεί ως τα τώρα) δεν είχε οίκτο για τους δικούς της θα είχε για τα ξένα παιδιά που ήξευρε ότι ήταν και κοτζάμ μουλάρια Άρηδες και μουλάρες Αθηνές? Γύρισε στον Δία που την κοιτούσε να πεταρίζει τις ματάρες τις πελώριες (να πετάγονται πανικόβλητες οι κουκουβάγιες από τις φωλιές τους, λέμε) και έλιωνε κι ίσα που δεν του γέλασε κατάμουτρα….. -όοοχι γλυκούλι μου. Χωρίς στεφάνι κρεβάτι δεν έχει. Ή αφέντρα και κυρά ή κάτω από τον χιτώνα χέρι δεν απλώνεις. Τον χαβά του ο άλλος… -πώς να σε πάρω με στεφάνι, μάνα μου, που θα μου πάρει η άλλη τον μισό Όλυμπο συν τις καλλιέργειες της αμβροσίας, τα αστραπόβροντα και το κέρας της Αμάλθειας, έλα στα σύγκαλά σου στην εποχή του χαλκού είμαστε, δεν είμαστε στην εποχή του αυτόματου διαζυγίου… άσε, μάνα μου, να σε πάρω και θα σου πάρω μεζονέτα στα καλύτερα προάστια να σε βλέπουν και να ζηλεύουνε…δούλες, χρυσά, όλα στο χέρι θα στα ’χω…. -δεν πας καλά μου φαίνεται! αυτά τα έχω και στο παλάτι μου. Πριγκίπισσα με έχει ο πατέρας μου… κι όσο για να με βλέπουν ούτε που να το συζητάς…  Να με δει κι η κακιώσω στον Όλυμπο και να βρεθώ αγελάδα να γυρνάω στις πεδιάδες και τα όρη. Και, καθότι (παγκοίνως γνωστό) είσαι και καρπερός, τα παιδιά μας? Τι θα απογίνουν τα παιδιά μου (πάει το μας)? Να γυρνάνε να κάνουν άθλους σαν τους τσιρκολάνους? Ξέχνα το κι ούτε να το συζητάς!
Τες παν και να μην σας το τραβάω (γιατί αυτή η άκαρπη διελκυστίνδα με τις διαπραγματεύσεις, τις απειλές, τις παραχωρήσεις, τις υπαναχωρήσεις και τις ανανεούμενες απαιτήσεις τράβηξε μήνες -κι αν σας θυμίζει κάτι, καλώς σας θυμίζει), είδε κι απόειδε ο Δίας ότι χωρίς μεγάλο συμβιβασμό το μάτι το τεράστιο στο σκότος δεν το βλέπει αλλά είδε και απόειδε κι η Ευρώπη ότι διαζύγιο γιοκ κι έπρεπε να αλλάξει αιτήματα. Στο καπάκι είχε στριμώξει και η Τηλέφασσα για γάμο (να παίρνει και ‘κανας άλλος σειρά, που με τις παραδόσεις και τις αηδίες, -αν δεν αποκατασταθεί το κορίτσι γάμο δεν έχει- είχανε πήξει τα αγόρια και δεν έμπαινε άνθρωπος στα μπάνια του παλατιού για τους γνωστούς και προφανείς σε όλους τους αγορογονείς λόγους) κι όλο της κουβαλούσε της Ευρώπης κάτι δευτεροκλασάτους πρίγκηπες διότι (όρα κάτι παραγράφους παραπάνω) οι πρωτοκλασάτοι ούτε να το συζητήσουν να ξυπνάνε το βράδι με την Ευρώπη στο κρεβάτι τους και τα μάτια της στο σκοτάδι να μοιάζουν με τα λέηζερ του Island (καλή του ώρα και πού το θυμήθηκα, Παναγία μου?). Αποφάσισε, λοιπόν, πριν ο γνωστομουρνταροτρισμέγιστος βρει κάνα καινούργιο ενδιαφέρον και της την κάνει και την αφήσει αμφορέα (διότι ως γνωστόν οι μπουκάλες δεν ήχουν εφευρεθεί) και πριν η ίδια βρεθεί με κάναν σώγαμπρο να τελειώνει τις μέρες της στη Φοινίκη, να υποχωρήσει κι αυτή. Και το συνέλαβε το μεγαλοφυές, να κλεφτούνε.
Πριν, ωστόσο, έθεσε  όρους με προγαμιαιοκλοπιμαιοσυμβιωσοσυμβόλαιο (διότι -και να μην επαναλαμβάνομαι- ούτε το τηλεσκόπιο στο Αρεσίμπο δεν έβλεπε τόσο μακριά όσο η Ευρωπίτσα μας)…- τα δικά μου -προ συμβιώσεως- δικά μου και απ’ τα δικά σου, αν με αφήσεις, τα μισά δικά μου …- τι λες κουκλίτσα μου που θα σε αφήσω εγώ? κορώνα στο κεφάλι μου θα σε έχω και τι να τα κάνω τα δικά σου κοτζάμ θεός (μιλάμε ούτε ο μακαρίτης ο  εφοπλιστοκααναλαρχοΚυριακού πριν το διαζύγιο με τη Μαρί δεν ήταν τόσο εντελώς yolo όσο ο Δίας μας) …-συνεχίζω μη διακόπτεις… μακριά από τη χώρα, μακριά απ’ τα αδέρφια μου, μακριά από την Ήρα, μακριά από τη φτώχια μακριά απ’ τη μιζέρια για να κλείσω τα μάτια και ν’ απλώσω τα χέρια (και μέσα στην τραγουδοδιακειμενικότητα σας έχω, λέμε!)… -σώπα μάνα μου, τι μιζέριες μου λές τώρα? παντού κυρά και βασίλισσα θα σε έχω... Υπεγράφη λοιπόν το συμβόλαιο, στάξαν και κάτι νερά από τη Στύγα για να είναι απαράβατοι και σεβαστοί οι όροι (πώς δεν επιτρέπεται πάνω από 3% το θετικό πλεόνασμα στις χώρες της ΕΕ και το σέβεται η Γερμανία? ε, έτσι), βούτηξε και κάτι χρεώγραφα από το χρηματοκιβώτιο του Αγήνορα, κάτι τίτλους ιδιοκτησίας υπερδάφους κι υπεδάφους της Φοινίκης, η αχόρταγη, σήκωσε κι ό,τι χρυσό και μετρητό μπορούσε να κουβαλήσει αυτή και ο ερωτοχτυπημένος, έκανε ο Δίας και καλά ότι την άρπαξε μεταμορφωμένος σε ιπτάμενο ταύρο (διότι από φαντασία στα καινούργια εφφέ, ανεξάντλητος ο Θεότατος από σοβαρότητα πάλι.... not so much), έκανε και η ίδια κάτι τύπου…-βοήθεια, μανούλα μου, με κλέβουν…. και την έκαναν.
Να μη σας περιγράψω αναλυτικά το ταξίδι (και σας μαυρίζω την ψυχή) πάντως η Ευρώπη, στάθηκε στο ύψος του κωλοχαρακτήρα της…-μην πετάς ψηλά ζαλίζομαι, μην πετάς χαμηλά βρέχομαι, μην πετάς γρήγορα φοβάμαι, μην πετάς αργά βαριέμαι, μη σταματάς εδώ είναι μικρό, μη σταματάς εδώ είναι ξερό, μη χαιρετάς αυτούς μου φαίνονται γύφτοι, μη μιλάς σ’ αυτούς μου φαίνονται ξιπασμένοι, μην περνάς πάνω απ’ την Κύπρο μας βλέπουν, μη στρίβεις από δω θα το πουν του πατέρα μου…  άμα δεν είχε στο νου του το πήδημα ο Δίας κι άμα δεν τον θάμπωνε κάθε τόσο με τα πεταρίσματα των ματιών της θα την ξαμόλαγε στο πέλαγο και θα είχε γλιτώσει (κι εσείς μαζί) πολύ ταλαιπωρία.
Φτάσανε, τες παν, κάποια στιγμή και με το καλό στο Ιδαίο άντρο και ξαναπήρε τη μορφή του και μόνο που δεν άφρισε η (ως αντελήφθημεν άπαντες) ντομινατρίξ κι ο Δίας, εκεί! άλαλος  μέσα στην υποταγή, και με σκυμμένο κεφάλι (μα τι πήδημα φανταζόταν ότι έκανε η εν λόγω, απορώ)... -και για να έχουμε καλό ρώτημα εδώ στους βράχους θα τη βγάλουμε? Που’ν τα παλάτια και οι σκλάβες, που’ν τα χρυσά και τα τζοβαΐρια, που΄ν τα μεγαλεία, καλέ... -προς το παρόν, μανούλα μου, εδώ γεννήθηκα,  είναι ασφαλές, δεν θα μας βρει ποτέ η Ήρα…  -εγώ εδώ δεν μένω είναι στενόχωρο και μυρίζει αγριοκάτσικο -ΜΗ μιλάς έτσι για την Κρήτη, Ευρώπη μου, γιατί θα σ’ ακούσει κάνας Κρητικός κι η Ήρα θα είναι το μικρότερο από τα προβλήματά μας. Σου υπόσχομαι από αύριο θα βρω τους καλύτερους να σχεδιάζουν και να σου χτίζουν παλάτια που όμοιά τους δεν θα υπάρχουν, έλα που τόσους μήνες είμαι με τη ζώνη αγνότητας… ε, και φαντάζεστε τη συνέχεια της βραδιάς (ούτε οι Κούρητες με το βροντοκόπημα των ασπίδων τους δεν κάλυπταν τον θόρυβο)….
Από την επομένη άρχισε η βασιλεία της Ευρώπης αλλά (γιατί πάντα υπάρχει ένα άλλα) μέσα στον φόβο του πατέρα της που (μεριά κι επειδή, όσο να πεις, του κόστισε η προδοσία της, μεριά επειδή υπέφερε από την απουσία της διότι είπαμε ήταν το κοριτσάκι του) έστειλε τα αδέρφια της να την ψάχνουν σε ουρανούς, θάλασσες και στεριές με εντολή να μη γυρίσουν χωρίς αυτή. Άσε, δε, τον φόβο των αδερφών της που, ναι μεν, μόλις έκλεισαν την πόρτα πίσω απ’ τον Αγήνορα το έριξαν στον πυρρίχιο, τους ανάπαιστους και τους ιάμβους …-έφυγε η Ευρώπη, έφυγε η Ευρώπη… και  σκορπίσαν στους πέντε ανέμους (εκτός από τον Φοίνικα, ο οποίος -τι να κάνει, πρωτότοκος γαρ- έμεινε να φυλάει τους βαρυγκωμισμένους γονιούς που του αφήσανε οι άλλοι αμανάτι) για να στήσουν δικά τους βασίλεια μακριά της (και ουδεμία διάθεση έδειχναν να την αναζητήσουν) αλλά που αργά ή γρήγορα θα αναζητούσαν την πατρική περιουσία που καταχράστηκε φεύγοντας.
Οπότε, ελέω Δία που ικανοποιούσε όλες της τίς ιδιοτροπίες (στην αρχή γιατί τρελαινόταν για πάρτη της, στη συνέχεια για να γλιτώνει τη γκρίνια και στο τέλος γιατί τη σκιαζότανε) άρχισαν οι αρχιτέκτονες να σχεδιάζουν κι οι μαστόροι να στήνουν, κατά τα γούστα της Ευρώπης παλάτια και πόλεις… -εδώ ψηλό τείχος να μη περνάει ούτε πετούμενο πουλί, εδώ φράχτης αγκαθωτός να μην χωράει ούτε γάτα, εδώ καστρόπορτα σιδερένια να μην παραβιάζεται ούτε από ταύρο, εδώ κελάρια πλινθόκτιστα να μην τρυπώνουν ούτε ποντίκια, εδώ μπουντρούμια γρανιτένια να μην ξεφεύγει ούτε μύγα… Οι, δε, στρατοί που της χάρισε ο Δίας να φτάνουν στα πέρατα της γης. Και  να ισοπεδώνουν τον Λίβανο για τον κέδρο των παλατιών της Ευρώπης… να ξεθεμελιώνουν την Αιθιοπία για τα διαμάντια των κοσμημάτων της Ευρώπης… να ξεπαστρεύουν την Αίγυπτο για το λινό και το βαμβάκι των οτκουτυροχιτώνων της Ευρώπης… να αποσαθρώνουν την υποσαχάρια Αφρική για τον χρυσό, τον χαλκό και τον σίδερο των στρατών της Ευρώπης… να ξεφωλιάζουν από θάλασσες και ωκεανούς κοπάδια τα ψάρια και τα θαλασσινά και να κατασφάζουν στις τούνδρες και τις στέπες αγέλες τα ζώα και σμήνη τα πετούμενα για τα γεύματα της Ευρώπης… να ξελογγώνουν δάση και ζούγκλες σε νεοανακαλυπόμενες χώρες για τον καφέ και τα μπαχάρια των συναναστροφών της Ευρώπης (όχι βέβαια ότι την πλησίαζε άνθρωπος, ούτε τα αδέρφια της και οι γονιοί της ακόμα, διότι αφού οικειοποιηθήκε ό,τι υπήρχε γραμμένο στα κλεμμένα χρυσόβουλα της Φοινίκης κι ότι δεν υπήρχε, στο τέλος τους έβαλε και να σκοτώνονται αναμετάξυ τους για να μην την κυνηγήσουν) … να ξεριζώνουν από την κεντρική και τη Νότια Αφρική καραβιές τους σκλάβους για τα χωράφια, τα γιαπιά, τα εργαστήρια της Ευρώπης και τις σκλάβες που θα μεγάλωναν τα παιδιά της Ευρώπης…. Βλέπετε, πήρε η Ευρώπη μας από την Τηλέφασσα τη φοβερή ικανότητα τεκνοποιίας, ήταν κι ο Δίας καρπερός και αδιάφορος για την αντισύλληψη κι ούτε αριθμούνται μέσα στους αιώνες τα παιδιά τους που δεν σταμάταγε να τα στέφει σιδερόφραχτους βασιλείς και βασίλισσες η Ευρώπη.
Και πάλι ευχαριστημένη δεν ήταν.
Ό,τι έπεφτε στα μάτια της τα περισκοπικά το ήθελε και δικό της. Κι από την Κρήτη (που της έπεφτε πια μικρή και στενόχωρη για να χωρέσει τα μεγαλεία που της έταξε ο Δίας, και τη σπορά του) ζήτησε την ενδοχώρα να εγκαταστήσει τα βασιλοκαμάρια της κι ο Δίας της την έδωσε… και από την ενδοχώρα ζήτησε τις πόλεις να βασιλεύουν τα βασιλοπαίδια της κι ο Δίας της τίς έδωσε… και από τις πόλεις ζήτησε τα βουνά και τις πεδιάδες να έχουν προσόδους τα βασιλοβλαστάρια της και ο Δίας της τα έδωσε… και από τα βουνά ζήτησε να περάσει στις διπλανές χώρες να κυριαρχούν οι βασιλοαπόγονοί της κι ο Δίας της τίς έδωσε…. και ζήτησε όλη την ήπειρο κανείς να μην φτάνει τους βασιλοκληρονόμους της κι ο Δίας την ονόμασε Ευρώπη… και ζήτησε κι άλλα παλάτια κι άλλους στρατούς κι άλλες γαίες όλα για τη βασιλοσπορά της κι ο Δίας της τα έδωσε… και ζήτησε από τον Δία να αλλάξει το όνομά του να χαθούν τα ίχνη του και ο Δίας το άλλαξε σε Γεχβά... και ζήτησε και το κεφάλι του μικρού του γιου (όπως γίνεται φανερό, μπροστά στην κακία και την  εκδικητικότητα της Ευρώπης την Ήρα ως και καλόβολη την έλεγες)  που απέκτησε με μια ασήμαντη Εβραιοπούλα (διότι πρώτα βγαίνει η ψυχή -που δεν βγαίνει κι όλας στους θεούς- και μετά το μουρνταροχούι) κι ο Γεχβά της τον έδωσε να τον σταυρώνει…
Κι όσο γίνονταν πιο μεγάλα τα παλάτια της τόσο πιο μικρή γινόταν η καρδιά της. Κι όσο πιο εύφορα τα χωράφια και οι αγροί της τόσο πιο άγονο το μυαλό της. Κι όσο πιο απαλά τα παπλώματα και τα μαξιλάρια της τόσο πιο σκληρό το πετσί της. Κι όσο πιο μακριά εξαπλωνότανε κι αυτή και η βασιλογέννα της μέσα στους αιώνες τόσο γίνονταν πιο αχόρταγη και άπληστη. Κι όσο γινόταν πιο αχόρταγη τόσο ξεχείλωνε και φάρδαινε και πάχαινε και βάραινε (να βογγάνε οι ζυγαριές... -ώπα παιδιά! ένας, ένας ανεβαίνουμε και ζυγιζόμαστε-…) και ξεχειλίζανε λίπη και σάρκες από πάνω της και κρέμονταν τα διπλοσάγωνα και βούλιαζαν τα μάτια τα πελώρια στα παραμάγουλα. Έτρωγε η Ευρώπη… και έτρωγε και ψευδόταν (πιο πολύ κι από τη Σούζη, καλή της ώρα εκεί στην Παριζιάνα που έπαιζε). Κι όσο πιο γεμάτη η κοιλιά της τόσο πιο άδεια η ψυχή της κι όσο πιο πολύ ακινητούσε μέσα στην πλαδαρότητα και την παχυσαρκία το κορμί της τόσο πιο αεικίνητα γίνονταν τα μάτια της ψάχνοντας κάτι, τι…  Κι όλο και λαχταρούσε αφόρετα ρούχα, αδοκίμαστες γεύσεις, περίτεχνα κοσμήματα, περίβλεπτα παλάτια, απερπάτητα χώματα, απρόσιτους πλανήτες. Και δωσ’ του οι στρατοί της αρματωμένοι και μη να περπατάνε στα ξένα για να ικανοποιούν τις ιδιοτροπίες της και να αφήνουν πίσω τους χαμένους, νεκρούς, ξεσπιτωμένους.
Ένα βράδυ, μέσα σε μια τρομερή καταιγίδα με τη βροχή να πέφτει καταρρακτωδώς και τις αστραπές και τις βροντές (που, από τότε που ο Δίας έγινε Γεχβά, από χέρι σε χέρι ανίδεων για τη δύναμη της φύσης, άχρηστων, αδέξιων κι ανίκανων να τους χειριστούν περνούσαν και δεν σας περιγράφουμε πως συμπλήρωναν τις ζημιές που έκαναν οι στρατοί της Ευρώπης) να παίρνουν και να δίνουν, ακούστηκε ένα κτύπημα στην πύλη της πόλης (ποιος να ‘ναι έξω τέτοια ώρα, τέτοια μέρα, τέτοιο μήνα, τέτοιον αιώνα?) και ο Θεότατος (θες τα χρόνια, θες το καλόβολο αυτό μικρό του παιδί που κάθε χρόνο αδιαμαρτύρητα άφηνε την τρελή να τον σταυρώνει και περίμενε υπομονετικά αυτόν να τον αναστήσει και του χάριζε μια συγχώρεση που ούτε του χρωστούσε ούτε την άξιζε) παρά τις διαμαρτυρίες της Ευρώπης… -μην ανοίγειειειεις… μηηηη….  τα λεφτάαα…  τα χρυσαφικάααα… τα κηροπήγιαααα… τα φαγητάααα… τα παιδ….  άνοιξε
Ήταν μια μικρούλα που στεκόταν έξω εκεί, μπροστά στην πόρτα. Αλλά, κύριε και Θεέ μου (ό,τι όνομα και αν έχεις πια) σε τι κατάσταση τραγική αφήνεις τα παιδιά σου… Το νερό έτρεχε από τα μαλλιά της μέχρι τα ξεσολιασμένα παπουτσάκια της, τα ρούχα της στέκανε κουρελιασμένα στο κορμάκι της, τα μάτια της (που κατά έναν παράξενο τρόπο έμοιαζαν σαν το αρνητικό αποτύπωμα των ματιών της Ευρώπης) ήταν μελανιασμένα και κόκκινα σαν αίμα (καθώς είχαν δει πράγματα που οι άνθρωποι δεν θα έπρεπε να βλέπουν ποτέ), στα χέρια της κρατούσε μόνο ένα μπογαλάκι κι επέμενε πεισματικά ότι ήταν μία αληθινή πριγκίπισσα διωγμένη από ξένους στρατούς από τη δική της χώρα και κυνηγημένη από ντόπιες καταιγίδες στην ξένη χώρα, Δεν σας περιγράφουμε τα βλοσυρά βλέμματα και τους βρυχηθμούς της Ευρώπης, ειδικά μόλις το πιο μικρό της πριγκηπόπουλο, το μοσχαναθρεμένο (με τις ευρωδιακηρύξεις του, την ευρωοικονομοανάπτυξη του, την ευρωεκπαίδευση του, την ευρωδικαιοσύνη τους και τους ευρωστρατούς του) δήλωσε πώς η πριγκίπισσα θα κοιμόταν στον πύργο…. -τι λες, καλό μου, από-και-κλείεται… δεν πληροί τα απαραίτητα κριτήρια… δεν έχει χαρτιά… δεν έχει… -μάνα, μην το συζητάμε δεν την αφήνουμε να κοιμηθεί στην καταιγίδα … -τι λες, παιδάκι μου? κινδυνεύουνε τα ιερά και τα όσια μας… απειλείται ο τρόπος ζωής μας… εποφαθλμιούντ....  -άσε μας, ρε μάνα, που απειλείται το παλάτι από ένα ασυνόδευτο κοριτσάκι…
Τι να κάνει? Είχε πεισμώσει ο μικρός, μουρμούραγε και ο (Γεχβά που θυμήθηκε ότι ήταν ο) Δίας κάτι τύπου… -εγώ είμαι ο Ξένιος… και όλοι δικαιούνται άσυλο κάτω απ’ τη στέγη μου… και είναι ανεπίτρεπτη η εκδίωξη ικετών… και αντίκειται στη χάρτα δικαιωμάτων του ανθρώπου… και κάτι τέτοιες σαχλαμάρες (που τώρα τις θυμήθηκε κι αυτός, τόσα χρόνια που έδινε στρατούς και στόλους στην Ευρώπη και ισοπεδώναν τη χάρτα των δικαιωμάτων και την άφηνε να σφραγίζει την ήπειρο και να εξευτελίζει τα άσυλα των ικετών, άντε μην πω τίποτα στα σοβαρά με τόσους πνιγμένους στην αναζήτηση της φιλοξενίας του) την άφησε να μείνει. Κι έβαλε να της στρώσουν δίπλα στο δωμάτιο της (και καλά να την τιμήσει, στην πραγματικότητα να την έχει το νου της). Χωρίς να πει όμως τίποτα, με το που βγήκαν οι καμαριεροδούλες πήγε στο υπνοδωμάτιο, τ΄ άδειασε, άφησε ένα ξεροκόμματο στο τραπέζι (ούτε συζήτηση να φάει στο τραπέζι τους η ζητιάνα -αυτό της έλειπε, δα,  είχε και καλεσμένούς σήμερα για εμπορικές συναλλαγές- να αποκαλυφθεί η γύμνια, η πείνα και η δίψα της), πήρε όλα τα στρωσίδια από το κρεβάτι κι άφησε τις τάβλες γυμνές με ένα στρώμα (μην νοιώσει κι άνετα η ξενοπούλα και της κατσικωθεί) κι ένα σεντονάκι. Και την ώρα του ύπνου έσπρωξε τη μικρή μέσα και μπήκε κι αυτή να ξεραθεί στα δώματα και τις κάμαρές της.
Ωστόσο,  αυτό το βράδυ έκανε πολύ ανήσυχο ύπνο… Ανά πέντε λεπτά φώναζε τις δούλες να στρώνουν και πιο πολλά στρωσίδια πάνω στους σωμιέδες και πιο πολλά πουπουλένια στρώματα πάνω από τα στρωσίδια και πιο πολλά χρυσοβάμβακα μαξιλάρια πάνω από τα πουπουλένια στρώματα για να κοιμηθεί ανετότερα και, πάλι, μάτι δεν έκλεινε. Σαν κάτι να υπήρχε στο κρεββάτι, κάτι που τρυπούσε το κορμί και την (ας πούμε τώρα) ψυχή της. Το πρωί έβαλε σκλάβες και προσωπικό να ψάχνει το κρεββάτι εξαπολύοντας κατάρες κι απειλές αν δεν λύσουν το πρόβλημα και περάσει άλλη νύχτα ξάγρυπνη.
Στο πρωινό ο πρίγκηπας κι ο Δίας (διότι αυτή, με τις ματάρες τις τεράστιες χαμένες μέσα στα λίπη και τα διπλομάγουλα ούτε που την έβλεπε, άσε που χλαπάκιαζε ό,τι βρισκόταν στο τραπέζι κι όλο μπουκωμένη ήταν- κι όταν τρώνε δεν μιλάνε) ρώτησαν την πριγκίπισσα πώς είχε κοιμηθεί… -κάτι έλειπε από το κρεββάτι μου… -στρωσίδια? -όχι… -στρώματα? -όχι.. παπλώματα? -όχι… -μαξιλάρια? -όχι, όχι.. το μπογαλάκι μου που ακουμπάω το κεφάλι μου τόσες μέρες, μήνες, χρόνια, που περιπλανιέμαι… κι όμως, το είχα όταν στρώσανε οι κοπέλες σας…Πού να ‘ναι, άραγε… Τη στιγμή που το ΄λεγε (ε, τι? άμα είναι να δημιουργήσω σασπένς θέλω και το σωστό timing) μπήκε η υπηρέτρια με το δισάκι ανά χείρας. Την κοίταξαν καχύποπτα Δίας και πριγκιπόπουλο… -πού ήταν αυτό? -στο κρεββάτι της μεγαλειοτάτης… Συνειδητοποίησε η Ευρώπη ότι όπως βούτηξε τα στρωσίδια βούτηξε και το δισάκι αλλά έκανε το κορόιδο… -δεν έχω ιδέα… κάποιο λάθος θα έγινε… θα συγκροτήσω επιτροπή έρευνας.... θα αποκαλύφουν και θα μαστιγωθούν όλες οι ένοχες… και κάτι τέτοια που προοικονομούσαν ότι πάλι άλλος θα πλήρωνε το μάρμαρο.  Αλλά, πάλι, τρωγόταν… κάτω από τόσα στρώματα, κάτω από τόσα πούπουλα, κάτω από τόσα μαξιλάρια, κάτω από τόσα παπλώματα (κάτω από τόσο λίπος, μεταξύ μας)  πώς ένα τόσο δα δισάκι την κράτησε ξάγρυπνη όλη νύχτα?… κι, επιπλέον, γιατί ήταν σαν να μην είχε κοιμηθεί όλη της τη ζωή? Δεν άντεξε τον πειρασμό…  -και για να έχουμε καλό ρώτημα δεσποσύνη... ΤΙ έχει μέσα το πολύτιμο δισάκι σου? Κοσμήματα? -όχι…  Χρυσάφι? -όχι… Χρήματα? -μα όχι, όχι…  τα οστά των δικών μου… του παππού μου του Αγήνορα, της Γιαγιάς μου της Τηλέφασας, του πατέρα μου του Φοίνικα…
Μετά από τόσα χρόνια η γενιά της, τα αδέρφια της, οι γονείς της την έφτασαν και είχε έρθει η ώρα να διεκδικήσουν την οικειοποιημένη κληρονομιά και τη δικαιωματική τους θέση στη ζωή της. 
Η πριγκίπισσα που ήταν τόσο αληθινή (κι ακόμη περισσότερο από) όσο η Ευρώπη και όλα τα παιδιά της, έμεινε στον πύργο, τα οστά βρήκαν τη θέση τους στο κενοτάφιο του παλατιού να θυμίζουν στην Ευρώπη τη ρίζα της και το δισάκι τοποθετήθηκε στο μουσείο, όπου μπορείτε να το δείτε και σήμερα,  αν δεν το έχει κλέψει κανείς.

Ναι, ήταν μια αληθινή ιστορία (που έλεγε και ο σοφός παραμυθοπολύγραφος Άντερσεν)

Κυριακή 9 Ιουλίου 2017

...Όταν οι λέξεις βγαίνουν....

Εδώ και καιρό ΑΠΑΡΆΔΕΚΤΗ απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας για το αν παραβιάζεται η ισονομία με την εξέταση του μαθήματος της Νεοελληνικής Γλώσσας στις Πανελλήνιες εξετάσεις (με αφορμή νομίζω την προσφυγή κάποιου υποψηφίου για την ιατρική) πλανάται πάνω από τα κεφάλια μας (όχι μόνο εμάς των εκπαιδευτικών) κι όλοι κάνουμε πως δεν βλέπουμε τον ελέφαντα στο δωμάτιο. Απαράδεκτη γιατί 
Πρώτον: δεν έχει καμία εκπαιδευτική γνώση το δικαστικό σώμα περί της παιδευτικής αξίας του κάθε γμομαθηματος στο σχολείο ώστε να γνωμοδοτεί για τη βαρύτητα που αυτό πρέπει να έχει στις εξετάσεις. 
Δεύτερον: γιατί είναι υποκριτικό να ωρύεσαι για τη λεξιπενία των Ελλήνων νέων και λιγότερο νέων, να χτυπιέσαι για την αδυναμία που επιδεικνύουν οι Έλληνες μαθητές σε έρευνες τύπου Pisa να κατανοήσουν ένα κείμενο και να εκφραστούν πάνω σε αυτό και από την άλλη να θεωρείς ότι δεν χρειάζεται να αποδείξουν τη σχετική ικανότητα τους να ερμηνεύουν ένα κείμενο, να κατανοούν τη δομή της γλώσσας μας και να επιχειρηματολογούν αυτοί/ες που θα κληθούν να ανταποκριθούν σε (όσο είναι αυτό, που δεν είναι και λίγο) υψηλού επιπέδου πανεπιστημιακές σπουδές για να σου εξηγήσουν μεθαύριο ως γιατροί από τι πάσχεις και πως θα το θεραπεύσουν ή ως βιολόγοι ποιο είναι το περιβαλλοντολογικό πρόβλημα που θα ζήσει η γη ή ως φυσικοί ποια είναι η νέα ανακάλυψη που θα αλλάξει τη ζωή μας ή ως οικονομολόγοι ποιο είναι το οικονομικό μοντέλο, στο οποίο (θα) αποτυγχάνει η (αυτή ή επόμενη) κυβέρνηση. 
Τρίτον: δεν αντιλαμβάνομαι πως μπορεί να παραβιάζεται η ισονομία όταν ΟΛΑ τα παιδιά που εξετάζονται για τις ΊΔΙΕΣ σχολές δίνουν τα ΊΔΙΑ μαθήματα με τις (καλές κακές /άριστες άθλιες δεν έχει σημασία πάντως) ΊΔΙΕΣ συνθήκες. 
Και τέταρτον και προσωπικό: ως μανούλα παιδιού με βαριά δυσλεξία (το αστείο στο σπίτι μας, όταν μετά από μέρες προσπαθειών και ώρες αγωνίας συμβιβαστηκαμε με την κατάσταση, ήταν: πες ή γράψε Ασουρμπανιμπάλ) είδα και ξέρω τον κόπο και τη διπλή προσπάθεια αυτών των παιδιών για να ανταποκριθούν σε ένα σύστημα που δεν είναι σχεδιασμένο να συμπεριλαμβάνει οποιον/οτιδήποτε εκτός νόρμας, που είδα και ξέρω τον αγώνα αυτών των παιδιών κατά κύριο λόγο με την (αυτο)αμφισβήτηση (το τι θες να κάνω? δεν είμαι σαν τα άλλα παιδιά! εγώ είμαι βλάκας εκφρασμένο σε στιγμή κούρασης καυγά κι απογοήτευσης θα σε κυνηγά ως το τέλος της ζωής σου) αλλά και την αμφιβολία και την καχυποψία εκπαιδευτικών και συστήματος. Κι έτσι, μετά από την εμπειρία μου σε ένα σύστημα όπου οι υποψήφιοι με μαθησιακές δυσκολίες έχουν παραπάνω χρόνο στις εξετάσεις, υπολογιστές (αν χρειάζεται) ή προσαρμοσμένη διατύπωση θεματων χωρίς κανείς να διαμαρτύρεται για αδικία των υπολοίπων υποψηφίων (το αντίθετο, μάλλον) η παράγραφος της απόφασης για τις προφορικές (ανεπαρκείς εντελώς ως διαδικασία αλλά αυτό είναι άλλο θεμα) εξετάσεις των υποψηφίων που ανήκουν σε ειδικές κατηγορίες με βγάζει από τα ρούχα μου ως ρατσιστική το λιγότερο, ως επίκληση ενός νέου Καιάδα (αν δεν τα καταφέρνουν ας γίνουν... ξέρω 'γω... αμόρφωτοι?) το περισσότερο. Και για άλλη μια φορά (τον τελευταίο και όχι μόνο καιρό) καταδεικνύει την απόσταση της δικαιοσύνης (?) από το δίκαιο και των τύπων από την ουσία. 
Σ αυτόν τον χορό (φοβάμαι ότι μπαίνουν) κι αρθράκια (hoaxes) σαν αυτό με την ντεμέκ αγανακτισμένη (και φυσικά αδικημένη) μαθήτρια για το μάθημα της έκθεσης που γίνονται σε δευτερόλεπτα βίραλ (εννοείται ότι δεν βάζω λινκ. Ακόμα με βρίζει το νατασσάκιον για το προηγούμενο. Βάζω όμως τον αντίλογο που η ίδια η Natassa εντόπισε και ο οποίος λέει τα αυτονόητα, αυτά που όποιος όχι είναι εκπαιδευτικός αλλά κι απλά έχει παιδί αντιλαμβάνεται με την πρώτη ανάγνωση της "έκθεσης"). Σε συνδυασμό με την ύποπτη συγκυρία έκδοσης της απόφασης (σχεδόν όσο και το περιεχόμενό της) λίγες μέρες πριν την έναρξη των εξετάσεων, πέφτω στην παγίδα(?) να διακρίνω/υποπτεύομαι /φαντάζομαι μια καταστροφολογική προσπάθεια ολικής απαξίωσης της σημερινής (ήδη χάλια) ελληνικής πραγματικότητας, αυτή τη φορά με μοχλό την ελληνική (τόσο σωστή αν και συχνά εκτός ορίων) ευαισθησία για το ακαδημαϊκό (και όχι μόνο) μέλλον των παιδιών μας. Η Χαρούλα (που τι να κάνει? έχει μπλέξει με ένα σωρό εκπαιδευτικούς οπότε έχει μάθει κι) επαναλαμβάνει το εκπαιδευτικό (όχι τόσο, αν σκεφτείς τι υπονοεί) αστείο "στην Ελλάδα για δύο πράγματα είσαι σίγουρος Για την ανατολή του ήλιου και τις πανελλήνιες". Ε, κάποιοι προσπαθούν (άραγε?) για άλλη μια φορά να δυναμιτίσουν το δεύτερο. 
Το πρόβλημα είναι ότι η λογική του ολοκληρωτικού "πολέμου", της καμένης γης και του εμφυλιοπολεμικού κλίματος στο τέλος αφήνει βαθιά διχασμένες κοινωνίες με δύσκολα να επουλωθούν τραύματα συνοχής. 
#ΒοηθειαΜουΚυριακατικα #ΣταματαΝαΓραφειςΣτοΚινητοΣεντονια#ΕγωΤωραΕπρεπεΝαΑσχολουμαιΜεΤοOutnesting

Κυριακή 25 Δεκεμβρίου 2016

...σε θέλουν ακίνδυνη...

Μια (διότι, να μην επαναλαμβάνομαι,  αυτά δεν συμβαίνουν δεύτερη) φορά και έναν (απίστευτα κρύο βρωμό)καιρο, ένα κοριτσάκι με σκισμένο μαύρο τζιν, μαύρο μπουφάν και χωρίς σκούφο (διότι δεν χωρούσε το στημένο από τον αφρό και το τζελ, ξασμένο μαλλί) προχωρούσε (έως ψυχεδελοκαταθλίψεως) αργά προς το Σύνταγμα.
Ήταν από τις σπάνιες φορές που στην Αθήνα είχε χιονίσει με αποτέλεσμα το κράτος να έχει (ξανα)παραλύσει, όπως ακριβώς κάνει και με τους καύσωνες και τους παγετούς, τις βροχοπτώσεις και την ξηρασία, τις χαλαζοπτώσεις και τους σεισμούς και γενικότερα ό,τι διαφοροποιείται από τους 22ο Κελσίου και τους 45ο υγρασίας και απαιτεί τη συνεργασία παραπάνω από μίας υπηρεσιών ή ενός υπουργείων (τα τελευταία χρόνια βέβαια παραλύει και σ’ αυτές τις συνθήκες αλλά αυτό είναι άλλο παραμύθι με κακούς λύκους και δράκους και ουχί εορτινό). Γι’ αυτό το (ξαναματα)είχαν σε ένα κρεβάτι στο  νοσοκομείο, δίπλα σε κάτι αγανακτισμένους βορειοελλαδίτες: κάτι Σερραίους, κάτι Φλωρινιώτες (την πόλη εννοούμε όχι ρέπλικες του γνωστού χρυσοντυμένου αοι(η)δού), κάτι Γρεβενιώτες, οι οποίοι βρέθηκαν στην εντατική είτε έχοντας σπάσει τα κεφάλια τους κοπανώντας τα στον τοίχο είτε από πρήξιμο όρχεων ακούγοντας τα ΜΜΕ  να κλαίνε και να οδύρονται για τη μαύρη συμφορά που επεφύλασσε η μοίρα   στους Αθηναίους και τους Κεφαλαριώτες με τους πέντε  άντε δέκα πόντους χιόνι.
Το χιόνι παράσερνε κομμάτια από μια ατυχήσασα (θέλω να  γίνω το London Eye και το Παρισινό Carousel δύο σε ένα μη σε πω αλλά δεν με αφήνουν να μπω σε λειτουργία οι γραφειοκράτες) Ρόδα που ο τότε δήμαρχος  ούτε να αποσυναρμολογήσει δεν κατόρθωνε κι είχε τέτοιον  καημό (ο δήμαρχος όχι η ρόδα) που μόνο ο Μαραβέγιας illegal   και το Πρωτοχρονιάτικό  του σόου τον βαστούσαν και δεν κατέληξε στην εντατική δίπλα στο κράτος.
Μέσα στα κομμάτια παρασυρόταν και μια μπαλαρίνα (παπούτσι εννοούμε όχι την άλλη τη Σιλβί Γκιγιέμ ή καλύτερα τη Ναντια Φοντάνα καθότι οι έλληνοι έως εκεί την έχομεν την γνώση περί ορχηστικής τέχνης και πρέπει και να καταλαβαινόμαστε για να πούμε το ρημαδοπαραμύθι)  του κοριτσακίου μας, το οποίο της βγήκε λόγω της σύγκρουσής της μ’ ένα κολλημένο στο χιόνι γιωταχί, που οι επιβάτες του περίμεναν να ανανήψει το κράτος στην εντατική και να έρθει να τους απεγκλωβίσει (διότι σιγά ο έλλην –που ξεσπαθώνει ξεσπαθώνει, μην ξεκινήσει από την οικία του με χιοναλλυσίδες Βαϊσενφέλε-ένα βουνό ευρά από την Ωτοπλούς  με τέτοια κρίση) και (δεν υπάρχει κράτος κύριέ μου δεν υπάρχει…) πάααααει η μπαλαρίνα.... Στην πορεία έχασε και την άλλη μπαλαρίνα, την οποία καθώς την κρατούσε και καταθλιβόταν για τη μοίρα της προηγούμενης (μπαλαρίνας εννοούμε όχι ζωής, υπάρξεως και άλλα τέτοια κοινωνικο-υπαρξιακά) την άρπαξε ένας  Σκίνχεντ Χεβιμεταλάς  γνωστός παλαιότερα και ως κάγκουρας (μακρινός απόγονος του καγκουρό, που έμεινε έναν βήμα πίσω στην εξελικτική πορεία του είδους...), αφενός ως ένδειξη διαμαρτυρίας για την πεσιμιστική διάθεση που είχε το κοριτσάκι και οι ομοϊδεάτες της οι Σάικεντέλικ Γκόθικ Χεβιμεταλάδες ακόμα και σήμερα, παραμονή Χριστουγέννων, και  αφ ετέρου να τη χρησιμοποιήσει ως όπλο (μεγάλη η κρίση μάνα μου πανάκριβοι οι εξοπλσμοί στις μέρες μας κι είναι και ο Άκης τι-πα-να-πει-ποιος-Άκης στη φυλακή είναι και ο αρχηγός τι-πα-να-πει-ποιος-αρχηγος-ενας-είναι-ο-αρχηγος-μη-μ-εκνευρίζετε στα δικαστήρια με τα πρωτοπαλίκαρά του) εναντίον τους,  στα ντου που έκαναν τις αποδέλοιπες μέρες....
Το κοριτσάκι με γυμνά (όπως γυμνή ήταν η ψυχή των ανθρώπων) πόδια, νηστικό (διότι η ευφορία της τροφής είναι ένα κόλπο προσυλητισμού στην κατανάλωση της μικροαστικής κοινωνίας) και μελανιασμένο (όπως το μαύρο τέλος που αναμένει αυτόν τον αποτυχημένο κόσμο) από το κρύο, κρατούσε στα χέρια του ένα πακέτο με αναπτήρες Χόντος σέντερ, (τους μαύροι για να είναι ασορτί με το σκοτάδι που περιτριγύριζε τα ανυποψίαστα ανθρώπινα όντα) με σκοπό να τους δωρίσει στους φίλους της (διότι με τέτοια κρίση τι να τους χαρίσει? S.T. Dupont που ήθελε να τους χαρίσει σε μια μακρινή προ κρίσης εποχή οπότε ξαναέγραψα μια αντίστοιχη revisited ιστορία?) . Έτσι θα μπορούσαν όλοι μαζί  να καίγονται αντί να χαρακώνονται, το οποίο και τόσο last year ήταν και, επιπλέον, απαιτούσε μια σωματική προσπάθεια μεγαλύτερη  και μια εγρήγορση ανεπίτρεπτη όταν αναζητείς το τέλειο ζεν.
Ωστόσο καθώς δυσκολεύτηκε να φτάσει από τα Β.Π που έμενε (λόγω των κακόμοιρων που έβγαιναν στους δρόμους για να γιορτάσουν, την γέννηση του Χριστού, αγνοώντας ότι κάθε γέννηση απλά επιβαρύνει τον πλανήτη, φέρνοντας το αδόκητο τέλος όλο και κοντύτερα, όλο και κοντύτερα, όλο και κοντύτερα... φτάνει τώρα εκνευρίζεται και η Χαρούλα από τις επαναλήψεις), οι φίλοι της είχαν φύγει. Κάποιοι δεν είχαν καν αποτολμήσει να βγουν από το σπίτι τους, φοβούμενοι όλη αυτή τη γιορτινή ατμόσφαιρα και την ευωχία και τα χαρούμενα παιδιά και κάτι (έρμους Αλβανοπακιστανούς που με ψεύτικα μπαμπακομούσια θεατρικοξεπεσμένου βεστιαρίου παρίσταναν τους) χαμογελαστούς γέροντες με (εν είδη Αη-Βασίλη) κόκκινα  που κυκλοφορούσαν με κάτι (έρμα κατσίκια που τους είχαν φορέσει στέκα-χριστουγενιάτικα-κερατάκια-ενάμιση-ευρώ-από-το-τζαμπο και τους είχαν βάλει να παριστάνουν τους) τάρανδους... α πα πα πα!!!
Κουλουριάστηκε σε μια γωνιά δίπλα στον τοίχο του μετρό και δίπλα στο (δεν της έμοιαζε και τόσο αλλά τες παν προσιδίαζε σε) χριστουγεννιάτικο δέντρο, προσπαθώντας κατά πρώτον να προστατευτεί από τα vibes χαράς που εκλύονταν από το (εντός των πλαισίων της κρίσης και σε πείσμα των - από τηλεοράσεων και εντύπων εκλυόμεων - καταρρακτών δυστυχίας και χειμάρρων καταστροφολογίας  του συγκροτήματος του ΔΟΛ και συγγενών ενημερωτικών-λεμε-τωρα δυνάμεων προεξαρχόντων) εορτάζον  πλήθος γύρω της. Καλό βέβαια θα ήταν και να ζεστάνει λίγο τα πόδια της που είχαν παγώσει κι ας ακουγόταν υλιστικό και αντιπνευματικό.  Σπίτι δεν μπορούσε να γυρίσει διότι είχε γίνει μαλλιά κουβάρια (τώρα αυτό κάπως κυριολεκτικό της ακουγόταν, αλλά δεν έδωσε σημασία) με τον πατέρα της, ο οποίος όχι μόνο την ειρωνεύτηκε όταν την είδε να βγαίνει σχολιάζοντας
-Πάλι σαν τη Νίτσα Μαρούδα στο «Δεσποινις διευθυντής» θα βγεις έξω??
αλλά και όταν ήρθε αντιμέτωπος με το περιφρονητικοσυγκαταβατικοθλιμένο ύφος της την έβρισε λέγοντάς της:
-Τέλος πάντων, παραμονιάτικα... Άντε καλά να περάσεις...
(Άκου, καλά να περάσεις!!!!!)
Αποφάσισε ν’ ανάψει τον αναπτήρα της να κάψει λίγο τα χέρια της (άσε που είχε παγώσει κιόλας) μπας και ξορκίσει όλα αυτά τα γέλια που έστελναν κατευθείαν πάνω της παρέες που έβγαιναν για ρεβεγιόν, χωρίς να υποπτεύονται τη ματαιότητα όσων ζούσαν (μην αναφέρω και την κακοδιαθεσία που θα τους έφερνε στο τέλος ο λογαριασμός: 130 ευρά το άτομο table-d-hotte και το κρασί χώρια, άει συχτήρ, δλδ! μόνο εγώ ξέρω ότι έχει κρίση η Ελλάδα?).
Με το που άναψε όμως η φλόγα –τι παράξενο! της φάνηκε ότι άκουσε μουσική και βρέθηκε σε μια σοφίτα όπου έκαιγε ένα μαγκάλι, και ένας καλλιτέχνης ρακένδυτος αλλά με κασκόλ στο λαιμό (άσχετο, αλλά αυτή είναι μια σκηνοθετική άποψη που μισώ –καλά όλη την όπερα μισώ, αλλά αυτό δεν είναι το θέμα μας- αφού πουλάει και το σακάκι του για τη Μιμή, το γ..μενο το κασκόλ, γιατί δεν το βγάζει??) κρατάει το χέρι της πτωχής μποέμ μοδίστρας που πεθαίνει (δυο πράξεις τώρα πεθαίνει και τον απέθαντο έχει, μιλάμε πιάστηκε το χέρι του του χριστιανού...). Κι εκεί που περίμενε να δει το τέλος να καταθλιβεί με την ησυχία της... τελείωσε το αέριο του αναπτήρα (καλά εδώ τελειώνει η υπομονή θεατών και θεατών στα λυρικά θέατρα όλου του κόσμου, ο αναπτήρας θα γλίτωνε??) ....
Αμέσως πήρε έναν από αυτούς που προόριζε για δώρο προσπαθώντας να επιστρέψει στο πεισιθανάτιο όραμα, αλλά αυτή τη φορά, βρέθηκε μες στην υπόγεια την ταβέρνα μες σε καπνούς και σε βρισιές απάνω στρίγκλιζε η λατέρνα, σε ένα τραπέζι γεμάτο ποτήρια με αψέντι (ξέρετε αυτό που στο τρίτο ποτήρι συνομιλείς με τον Επίκουρο αυτοπροσώπως, στο τέταρτο σε καταδιώκει ο Διογένης ο Κυνικός και στο πέμπτο ακολουθείς πειθήνια την Σαπφώ στην πτώση της από τους βράχους της Λευκάδας). Δίπλα της ο Καραβάτζιο μειδιούσε φριχτά μαστουρωμένος στον Βαν Γκόγκ, ο οποίος έδειχνε το κομμένο του αυτί στον Λωτρέκ, που προσπαθούσε να επιδείξει την αναπηρία του στον Τζάκσον Πόλοκ που τραβούσε γραμμές στο τραπέζι που είχε ανεβεί επάνω η οκτώ μηνών έγκυος Hebuterne δείχνοντας πώς αυτοκτόνησε μετά το θάνατο του Μοντιλιάνι. Κι εκεί που το κοριτσάκι προσπαθούσε μέσα από τα έργα τους να μετρήσει τη δυστυχία των εικαστικοκαταθλιμένων και να προστατευθεί από τις μικροδονήσεις του εορταστικού πνεύματος των Χριστουγέννων... τελείωσε ξανά το άεριο!
Έβγαλε γρήγορα και τρίτο αναπτήρα ελπίζοντας να μη χαθούν οι καταραμένοι της, αλλά αυτή τη φορά βρέθηκε στο (προ ανακαινήσεως) Ζόναρς, όπου σε φθαρμένους δερματινοκαναπέδες μπροστά από έναν ελληνικό ή έναν γαλλικό καφέ της 1,5 δραχμής (και ουχί φρέντο των 5 ευρώ, που έφτασε να πουλάει ο μουράτος ανακαινισμένος Ζόναρς, το Μετοχικό Ταμείο μου μέσα...), ο Καρυωτάκης έδειχνε την τρύπα από τη σφαίρα στο στήθος του στον Ζολά που έδειχνε τα μαυρισμένα από το γκάζι πνευμόνια του στον Ρεμπό που έδειχνε το πιστοποιητικό θανάτου του (ετών 36) στη Σύλβια Πλάθ, η οποία προσπαθούσε να πείσει τον Κερουάκ ότι ο φούρνος της κουζίνας είναι το τέλειο μέσο αυτοκτονίας και όχι όπως επέμενε αυτός τα ναρκωτικά και (το Αids, που μπορούν να σου κολλήσουν) οι περιστασιακές σχέσεις. Κι εκεί που η χαρά από τα πιτσιρίκια με τα πακέτα κόντευε να εξανεμιστεί και να μην απειλεί πια την αύρα της... τέλειωσε ο αναπτήρας, ξανά, ρίχνοντας τη σε μια μοιρολατρική διάθεση, του τίποτα καλό δεν κρατά!!!!
Δεν χρειάζεται να περιγράψουμε πόσο γρήγορα έβγαλε τον επόμενο αναπτήρα, ούτε πόσο γρήγορα τον άναψε περιμένοντας να ακούσει περισσότερα πριν αποφασίσει ποιο ήταν το καλύτερο τέλος, αλλά αυτή τη φορά βρέθηκε σε ένα υπόγειο κακοφωτισμένο βερολινέζικο μπαρ, όπου στη σκηνή έβγαιναν τραγουδώντας ο ένας πάνω στην μουσική και τους (έτσι κι αλλιώς παρόμοια απαισιόδοξομελαγχολικοπεισιθανάτιους) στίχους του άλλου, πάντα με τα (δε θέλω να σε βλέπω σκληρέ κόσμε) κλειστά μάτια, ταλαντευόμενοι (εδώ θα καταρρεύσω από την απελπισία, εκεί θα καταρρεύσω από την απελπισία) μπρος πίσω ενώ το (είμαι τόσο αποστασιοποιημένος από το σώμα μου που κάθε εξαρθρωμένο μέλος έχει άλλη πορεία) κεφάλι κινιέται αριστερά δεξιά, όλοι οι μαυροκατίμαυροι τραγουδοποιοί/ες. Από τη Φλέρυ εχω-εντελώς-ξεφύγει-μανούλα-μου-Νταντωνάκη, τον Ορφέα δε-βρίσκω-μαχαίρι-να-κόψω-τις-φλεβες-μου-Περίδη ως τον Leonard η-τρέλλα-μου-πάει-πολύ-Cohen, τους κανεις-δε-με-καταλαβαίνει-Cure, την όλα-είναι-μάταια-Siouxsie (χωρίς τους Banshees, που όση ματαιότητα ήταν να ζήσουν την έζησαν, κονόμησαν και την έκαναν), τον Nick σε-λίγο-πιάνουμε-πάτο-Cave και τους –όπου-ναναι-αποχωρώ-από-τον-μάταιο-τούτο-κόσμο-Funeral Dinner. Μέχρι να πουν τις μπαλάντες τους (16 λεπτά η μία, μιλάμε... έλεος παιδιά! ο Albinoni έχει γράψει συντομότερα πλήρη κονσέρτα!!) φυσικά τελείωσε και το αέριο του τέταρτου αναπτήρα...
Όμως -τι παράξενο και πάλι!!!!
Οι φωνές και οι μουσικές δε χάθηκαν, συνέχισαν να ακούγονται, επικαλύπτοντας η μία την άλλη σαν να σκαρφάλωναν στο χριστουγεννιάτικο δέντρο της πλατείας.... Άναψε γρήγορα τον τελευταίο αναπτήρα...
Και ξαφνικά μπροστά της εμφανίστηκε ο Johnny Depp ως Ψαλιδοχέρης να την κοιτά μελαγχολικά ενώ τα ψαλιδόχερά του έκοβαν τα κλαδιά του δέντρου ανεβαίνοντας όλο και πιο ψηλά και κάνοντας της νόημα δακρυσμένος να τον ακολουθήσει (μεταξύ μας κι εγώ θα τον ακολουθούσα, ακόμα και δακρυσμένο...). Σηκώθηκε και σκαρφάλωσε στο πρώτο κλαδί (αν και φοβόταν ότι θα καθόταν η κουρούπα και κρίμα τόσος κόπος και ζελέ...), το δεύτερο, το τρίτο, παρακαλώντας τον να μην την αφήσει μόνη της εκεί….
Την άλλη μέρα οι φίλοι της τη βρήκαν στο ίδιο εκείνο σημείο περιτριγυρισμένη από τους καμένους αναπτήρες... Την κοίταξαν γεμάτοι φρίκη και κάποιος είπε:
-Την σκότωσε όλη αυτή η γιορτινή ατμόσφαιρα, σας το είπα εγώ να μη βγούμε από τα δωμάτια μας...
Οι υπόλοιποι κούνησαν καταφατικά το κεφάλι, οι πιο ενεργητικοί κάναν ουαου.. και όλοι μαζί αποφάσισαν ότι επιτέλους βρήκε το μαύρο τέλος που ονειρευόταν....
Αυτό που δεν ήξεραν ήταν ότι το κοριτσάκι φτάνοντας στην κορφή, είδε δίπλα στον Depp τον Άντερσεν αυτοπροσώπως και ενθουσιάστηκε καθώς η μεγάλη αλήθεια της παρουσιάστηκε περίλαμπρη εκεί πάνω στο (ήταν τώρα αυτό)  χριστουγενιάτικο δέντρο...

Ο πρώτος Σάικεντέλικ Γκόθικ Χεβιμέταλ  (γνωστών κάποια στιγμή και ως έμο) όλων των εποχών, ή μάλλον ο θεωρητικός τους ήτo ο Δανός παραμυθάς...

Παρασκευή 3 Ιουνίου 2016

.... να καρφώνονται οι λέξεις...

Ανήκω στην (λιθοβολήστε) τυχερή γενιά που δεν διδάχτηκε αρχαία από το πρωτότυπο στο γυμνάσιο και συναντήθηκα με αυτά στο λύκειο. Ανήκω στην τυχερή γενιά  που έμαθε την Ιλιάδα και την Οδύσσεια από  τις (ίσως όχι τόσο ποιητικές όσο του Εφταλιώτη και σίγουρα όχι τόσο επικές όσο του Καζαντζάκη) σχολικές μεταφράσεις, που έμαθε την Αντιγόνη, την Ιφιγένεια στην Ταυρίδα και τον Οιδίποδα από τους (που κανείς δεν θυμάται το όνομά τους) εκπαιδευτικούς μεταφραστές, τον Θουκυδίδη, τον Ηρόδοτο, τον Λυσία, τον Ξενοφώντα από κείμενα στη δημοτική. Ανήκω στην τυχερή γενιά που δεν είχε στα δώδεκα, τα δεκατρία και τα δεκατέσσερά της να παλεύει με πρώτες, δεύτερες και τρίτες κλίσεις με δυικούς και  πληθυντικούς αριθμούς με δοτικές και κλητικές, ανώμαλα και λιγότερο ανώμαλα ρήματα. Κι έτσι είχα την τύχη σε μια σειρά από μέτρια, λιγότερο  μέτρια και καλά σχολεία με πολύ καλούς και λιγότερο καλούς (λυτρωμένους επίσης από τον βραχνά συντακτικών και γραμματικών διορθώσεων) φιλολόγους  να μαθαίνω πραγματικά ποια ήταν η μήνις του Αχιλλέα και ποιος ο νόστος του Οδυσσέα, να σχολιάσω τον επιτάφιο του Περικλή και να διαφωνήσω με την απολογία του Σωκράτη, να αντιληφθώ τον δικανισμό στον Λόγο υπέρ Αδυνάτου, να κλάψω με την επαναστατικότητα του θρήνου της Αντιγόνης να εντοπίσω την υπόρρητη ασέβεια του Ευρυπίδη στα τεχνήματα της Ιφιγένειας, να δω τη θάλασσα μαζί με τους μύριους και να θυμάμαι για όλη μου τη ζωή το «μηδένα προ του τέλους μακάριζε» του Σόλωνα.   Κι έτσι όταν συναντήθηκα με τα αρχαία κείμενα στο Λύκειο, η πάλη με μια ξένη δομή της (ίδιας φυσικά αλλά και ταυτόχρονα όχι ίδιας) γλώσσας ήταν μια πάλη που μπορούσα να κερδίσω γιατί ήξερα ότι το νόημα που κρυβόταν κάτω από τις στρυφνές και άγνωστες λέξεις άξιζε τον κόπο να αναζητηθεί. Η εκπαιδευτική (της γενιάς) μου πορεία (λέω πως) δεν με καταδίκασε σε λεξιπενία, δεν με αποξένωσε από πολύπλοκες έννοιες και δεν περιόρισε τα εκφραστικά μου μέσα. Μακριά από αυτό, κάνω τον Αποστολόπουλο να αγανακτεί γιατί δεν σταματώ να βάζω πολλές και πολύπλοκες λέξεις σε σειρά.
Από την άλλη γενιές και γενιές μετά (και πριν) από μένα ζήσαν και ζούν τη χαρωπή διαδικασία Αρχαία από το πρωτότυπο από την Α’ Γυμνασίου (νομίζω) με πάνω κάτω τα ίδια (και μην ακούω αηδίες για χαμηλότερα από τη νέα γενιά) επίπεδα γλωσσικής επιδεξιότητας με τη δική μου γενιά. Το ελληνικό σχολείο, έχει ένα μέσω όρο γλωσσικών μαθημάτων (σε αυτά προστίθενται και η Ιστορία και τα Θρησκευτικά)  που φτάνει στο 45% του σχολικού χρόνου όταν σε όλη την Ευρώπη (τα στοιχεία από την Ευριδίκη και όποιος θέλει τα επαληθεύει)  ο αντίστοιχος χρόνος δεν ξεπερνάει το 30%.  Και δεν είναι ο πλούτος της γλώσσας μας που λειτουργεί προωθητικά σε αυτή την πρακτική. Αντίθετα (νομίζω ότι) αναδεικνύει τις σοβαρές παθογένειες της ελληνικής εκπαίδευσης και της ελληνικής κοινωνίας.
Το ελληνικό σχολείο είναι ένα σχολείο ομφαλοσκοπικό γιατί είναι η αντανάκλαση και ο αναπαραγωγικός μηχανισμός (και αυτό δεν είναι αποτέλεσμα της κρίσης, αλλά πιθανά, και ξανανομίζω, η αιτία) της ομφαλοσκοπικής μας κοινωνίας. Μιας κοινωνίας που δεν παράγει αλλά θέλει να καταναλώνει, που θεωρεί ότι ο νόμος είναι κάτι εφαρμόσιμο ad hoc κι έτσι προχωρά εκμαυλιζόμενη και εκμαυλίζουσα, που δεν προγραμματίζει παρά αφαιμάσσει το παρόν  Και μια τέτοια κοινωνία καθώς δεν επενδύει (όχι μόνο σε οικονομικό αλλά) σε κανένα επίπεδο στο μέλλον (μπορεί μόνο να) ζει στραμμένη στο (αποκαθαρμένο από οτιδήποτε αρνητικό) παρελθόν της. Η Ελλάδα σαν τις απογόνους των χηνών του Καπιτωλίου (ποίημα που αγαπά ο Χρόνης) ζει με ιδεοληψίες και τρεφόμενη από το κλέος του παρελθόντος. Πορεύεται πατώντας πάνω σε αστικούς μύθους (ή και πραγματικότητες αν θέλετε)  τύπου η ελληνική γλώσσα είναι η πλουσιότερη του κόσμου, ώστε να δημιουργείται η ψευδαίσθηση ότι η οικονομική μας τωρινή κρίση και ανέχεια εκπηγάζει από το ότι οι άλλοι καρπώνονται πόρους που μας ανήκουν ακριβώς όπως καρπώνονται τη γλώσσα μας, τύπου ο Κίσσινγκερ ήθελε να μας καταστρέψει τη γλώσσα γιατί μας φοβόταν, που συντηρεί το λαϊκό φαντασιακό του έθνους ανάδελφου (του Σαρτζετάκη) και στην πραγματικότητα μεταθέτει την ευθύνη για τη θέση της Ελλάδας στις "άλλες" χώρες που μας κατατρέχουν, τύπου αν δεν υπήρχαν οι φιλοσοφικοί ελληνικοί όροι δεν θα είχε υπάρξει η δυτική φιλοσοφία και ο πολιτισμός που ακυρώνει την επιστημονική, ερευνητική και πολιτισμική ένδεια αυτής της στιγμής αφού ό,τι παράγεται οπουδήποτε στον κόσμο μας «ανήκει» και τύπου η ελληνική γλώσσα θα ήταν η επίσημη γλώσσα της Αμερικής αν δεν έχανε με δύο ψήφους στην ψηφοφορία που εμπεδώνουν την πεποίθηση ότι η Ελλάδα είναι η καλύτερη χώρα του κόσμου (και άρα δεν χρειάζεται να αλλάξει τίποτα φταίνε οι συγκυρίες για το χάλι της), Κι όλο αυτό μαζί συντηρεί μια εθνικιστική, κλειστοφοβική και με ανθίζοντα τα (κρυφά μέχρι τώρα καθώς λειτουργούσε ακόμα η ενοχοποιητική πραγματικότητα του Β Παγκοσμίου πολέμου και ο  ελληνικός εμφύλιος) φαινόμενα της Χρυσής Αυγής. Και είναι αυτές οι ιδεοληπτικές δικαιολογίες μιας παρακμάζουσας κοινωνίας που δημιουργούν ένα σχολείο στο οποίο πρεσβεύεται το πρωτείο της Αρχαίας Ελληνικής γλώσσας ως προς τη Νέα Ελληνική γλώσσα και η επιμονή ότι χωρίς τα αρχαία δεν υπάρχουν τα νέα ελληνικά κατακυρώνοντας έτσι το υπέρτερον της αρχαιότητάς μας έναντι της συγχρονικότητάς μας, αξιολογώντας τους νεοέλληνες ως υποδεέστερους των αρχαίων και αφήνωντας τα νεαρά παιδιά να υπολείπονται των (ντεμέκ) ωριμότερων που διατηρούν έτσι το απόλυτο δικαίωμα στη νομή της (συμβολικής και πραγματικής) εξουσίας. Και είναι αυτές οι ρετροσπεκτιβικές προφάσεις που κρατούν ένα σχολείο σκλαβωμένο στους (καλούς και άγιους) φιλολόγους και με παραπαίδια τις επιστήμες και τις νέες τεχνολογίες και προωθούν μια τοτεμική γενική εκπαίδευση απαξιώνοντας μια απολύτως αποχρειωμένη τεχνολογική εκπαίδευση δημιουργώντας έτσι μια κυκλικά ανατροφοδοτουμενη αδυναμία (πολιτισμικής, οικονομικής και τεχνολογικής) παραγωγής που θα μπορούσε να δημιουργήσει μέλλον για το μέλλον (τα παιδιά) μας .
Η αλήθεια είναι ότι δεν διάβασα τη δήλωση του Φίλη και ούτε παρακολούθησα κάποιο βίδεον με δαύτη. Εσκεμμένα. Δεν ξέρω πώς είπε αυτό που είπε. Δεν ξέρω, καν, τι ακριβώς είπε και για να πω την αλήθεια: δεν με νοιάζει. Ξέρω τι σόι ανόητος είναι ο Φίλης.  Ξέρω όμως, επίσης, ότι η δημιουργία ακόμα του ελληνικού κράτους συνοδεύτηκε από τρομακτικές διαμάχες για το γλωσσικό ζήτημα των οποίων το πιο αιματηρό επεισόδιο είναι τα γνωστά ευαγγελιακά του 1901. Ξέρω ότι αυτές οι διαμάχες, τελικά, μικρή σχέση είχαν με τη γλώσσα κι ότι ήταν καθαρά πολιτικές και κοινωνικές διαμάχες ανάμεσα στις προαστικές (στρατός, γαιοκτήμονες και κλήρος) και αστικές (επαγγελματίες, βιοτέχνες/βιομήχανοι, εγγράμματοι υπάλληλοι) τάξεις για τη νομή της εξουσίας και τη μορφή του νεότευκτου κράτους.  Και,  μάλλον μαθαίνω ότι διακόσια 200 χρόνια μετά ακόμη δεν έχουμε λύσει τα γλωσσικά ζητήματά μας id est ούτε τις κονωνικοπολιτικές μας διαμάχες. Και σαφώς δεν έχουμε αποφασίσει τι μορφή πρέπει να έχει το κράτος μας.  


Κυριακή 29 Μαΐου 2016

....Και ο λύκος με περιμένει....

Μια (διότι αυτά δεν συμβαίνουν και δεύτερη) φορά κι έναν (όχι πολύ καλό αλλά δεν θα τον έλεγες και χάλια) καιρό και σε έναν μακρινόν (διότι ως γνωστόν αυτά δεν συμβαίνουν ποτέ στον δικό μας) τόπο ήταν ένα κοριτσάκι που ζούσε σε ένα χωριό με ένα εσπεριδοειδοελαιοδάσος. Το κοριτσάκι μας ζούσε ευτυχισμένο  κολλημένο στην (από το τράβα τράβα μακραμέ) φούστα της μάνας της και καβάλα στο άλογο του πατέρα της και είχε δυο (κι άλλα είχε αλλά εμάς και δια την οικονομίαν της ιστορίας μας μάς ενδιαφέρουν μόνο αυτά τα) κουσούρια.  
Άλφον: Σιχαινόταν τα πράσινα (μη καρποφόρα) φυτά (η ταπεινή παραμυθοσυγγραφεύς δεν μπορεί να σας περιγράψει πόσα γιούκα, πόσες δράκαινες και πόσες τούγιες πήγαν από χεράκι της για να μη γεμίσουμε την ιστορία με βία και –κυριολεκτικά- ξεριζωμό) ενώ αντιθέτως λάτρευε τα (κατά προτίμηση) κόκκινα λέλουδα (τριαντάφυλλα, γαρύφαλλα, καμέλιες και άλλα πολλά) και (πού την έχανες πού την έβρισκες την άνοιξη)  μάζευε  κόκκινες ανεμώνες.   Βήτον (και κυρίαρχο πρέπει να ομολογήσουμε) όποτε ερχόταν η διοικητική συνέλευση των (ως γνωστόν διοικούντων ουχί μόνο του παραμυθιού μας αλλά και όλων των χωρών τα δάση και τις πολιτείες) αλεπούδων  αυτή πεισμόνως (και αγύριστο κεφάλι θα την έλεγες) και αδιαλείπτως συντασσόταν με τις (που τις φαίνονταν πιο συμπαθητικές πιθανά διότι δεν κατάφερναν ποτέ να συμμετάσχουν στη διοίκηση) κόκκινες αλεπούδες. Ε, όπως καταλαβαίνετε χωριό ήτο, στενοκέφαλοι χωρικοί ήτο, δάσος απομεμακρυσμένο ήτο, κάτι κουνάβια, κάτι κότες, κάτι σαθροβαθρακοί (άλλως γνωστοί και ως βούζες), κάτι τσακάλια ήτο, και αυτή αγύριστο κεφάλι ήτο, πολύ δεν ήθελε τις το κόλλησαν το παρατσούκλι η Κοκκινοκεφαλίτσα.
Η Κοκκινοκεφαλίτσα μας μεγάλωνε όπως όλα τα χαρούμενα παιδάκια των χωριών και των δασών, με σχολείο, πετροπόλεμο και κάτι άλλα παιχνίδια με λάστιχα ποδηλάτων, τσιγκάκια και κουρέλια που η συγγραφεύς (ούσα από πόλη παρότι της τα περιέγραψαν) δεν τα πολυκατάλαβε και με την καθοδήγηση και τις συμβουλές της μητρός της ώσπου εγένετω μια εξαιρετική νέα με ιδιαίτερον τάλαντον στη μαγειρική.  Συχνά πυκνά της ανέθετε η μητέρα την ευθύνη της βρώσης και της πόσης αυτών που περιποιούντο τις συγκομιδές από το (όσο) δάσος (ανήκε στην οικογένειά της) κι έτσι  έφτιαχνε συχνά πυκνά καλαθάκια  για να τα μεταφέρει σε αυτούς, αναγόμενη εις την εφευρέτρια του αγροτοεργατικού πικνίκ μετά την αυθεντική Κοκκινοσκουφίτσα που ήτο, ως γνωστόν, η εφευρέτρια του πικνίκ γενικώς (ευτυχώς που έχετε τη συγγραφέα να καλύπτει τα γνωσιακά σας κενά).
Τα προβλήματα της Κοκκινοκεφαλίτσα μας ξεκίνησαν από την αρχή της ενηλικίωσής της καθώς άρχισε και ξέφευγε και όλο και διαπίστωνε ελλείψεις στο χωριό και το δάσος που μέχρι τότε δεν είχε παρατηρήσει. Ελλείψεις τύπου σαμπουάν (και ας μην ήτο και γούος ενδ γο βρε αδερφέ), τζίν (όχι το ποτό το άλλο, το ρούχο αν και τώρα που το σκέφτομαι κι από το ποτό ψιλοέλλειψη θα είχαν), καλού γούστου, τρόπων, συνεννόησης ανάμεσα εις χωρικούς και κατοίκους του δάσους, ατομικών ελευθεριών, καλών ταινιών (μιλάμε είχε γονατίσει από τον Ξανθόπουλο και το κλάμα της Βούρτση), σάλτσας μπεσαμέλ, (δυστυχώς) πόρων διαβίωσης και καρότων. Αποφάσισε λοιπόν να μετοικήσει σε μεγαλύτερο δάσος και χωριό όπου δεν υπήρχαν οι προαναφερθείσες ελλείψεις. Πήρε λοιπόν το καλαθάκι της, το εγέμισε καλούδια (τύπου κάπαρη, λάδι, ελιές, μακαρονόπιτα, γλυκό νεραντζάκι και κρασί) και είδη πρώτης ανάγκης (τύπου φούστα-μπλούζα, μολύβι ματιών, τσιγάρα, το «ένα βήμα μπρος δύο πίσω» του Λένιν, έναν δίσκο του Αγγελόπουλου –πάρε κατάλαβε– και μια τράπουλα για δηλωτή) και ελλείψει γιαγιάς ξεκίνησε να βρει μια μακρινή θεία.  
Πριν φύγει πήρε και την ευχή και  τη συμβουλή της μάνας της κάτι τύπου «Σύρε παιδί μου στο καλό και την καλή την ώρα αλλά κοίτα μη χαζεύεις και κοιτάς γύρω-γύρω στο δάσος που είναι οι ανεμώνες (διότι οι μάνες πάντα ξέρουν). Και κοίτα μην κάνεις του κεφαλιού σου (ως προείπαμε οι μάνες είναι μεγάλες connaisseurs της φύσης των παιδιών τους) και φύγεις από τον κεντρικό δρόμο, διότι στα μεγαλύτερα δάση κρύβονται και κυκλοφορούν και οι κακοί λύκοι». Η Κοκκινοκεφαλίτσα μας εσυγκατένευσε (διότι αγύριστο κεφάλι ήντουνε, κορόιδο δεν ήντουνε να μπει σε καυγάδες τύπου «άσε μας ρε μάνα, πρωινιάτικα, δεν έχω πιει ούτε καφέ κι έχω και  δρόμο μπροστά μου»  αντί να πεί ένα απλό) «Μάλιστα μητέρα» αλλά, ως ήτο φυσικό και λόγω και του νεαρού της ηλικίας, μόλις έβγαλε το αβρό ποδαράκι της παπούτσι νούμερο τριανταοχτώ (πληροφορία ωστόσο άχρηστη εδώ καθότι δεν διηγούμεθα τη Σταχτοπούτα) από την πατρική οικία άναψε τσιγάρο δρόμο πήρε δρόμο άφησε, κοίταξε κατά πού να στρίψει να βρει ανεμώνες.
Εδώ το παραμύθι έχει μια απρόσμενη (δια)στροφή διότι (και μέσα στο πλαίσιο του εν τω πατρογονικώ δάσει καλλιεργούμενου ρητού «του στραβού κοράκου το γούρμο σύκο του πέφτει») η Κοκκινοκεφαλίτσα μας κατά τις εις το μεγάλο δάσος (απερίσκεπτες και ό,τι του φανεί του Λωλοστεφανή) περιπλανήσεις της πριχού (και νομοτελειακώς) πέσει επάνου στον κακό λύκο έπεσε στον ξυλοκόπο ο οποίος κρατούσε βενζινοπρίονο, τρυπάνι, κατσαβίδι στο ένα χέρι και έναν δίσκο της Μαργαρίτας Ζορμπαλα (ξαναπάρε και κατάλαβε) στο άλλο. Τη γοήτευσε, τον γοήτευσε (τι να πει κανείς) και ενώνοντας το καλαθάκι της, τα εργαλεία του, κάτι σούβλες κάτι χύτρες, ένα (όχι ατμο)σίδερο, κι ένα καναπεδοκρέβατο βρέθηκαν ύπανδροι και  (διατί να το κρύψωμεν άλλωστε;) ευτυχισμένοι.
Το κακό είναι ότι της Κοκκινοκεφαλίτσας μας άρχισαν (αιφνιδίως και απροσμένως) να τις τελειώνουν οι δικοί και οι συγγενείς αφήνοντας την (ήτο που ήτο τσίου) ακόμη πιο αποπροσανατολισμένη ακόμη πιο (μόνη) στον κόσμο της κι έτσι (αφού δεν υπήρχε και μάνα να της βάλει μια φωνή, να της στείλει ένα sms, ένα voice-mail υπενθύμισης ήταν και ο ξυλοκόπος «Κοκκινοκεφαλιτσούλι και Κοκκινοκεφαλιτσούλι» σιγά μην της επιβαλλόταν) βρέθηκε να περιπλανιέται όλο και  πιο βαθιά στα μονοπάτια του μεγάλου δάσους. Κι εκεί (διότι τη γλύτωσε μία, τη γλίτωσε δύο… πόσο να τη γλιτώνει, παραμύθι γράφουμε δεν είμαστε και ο μάγος Χουντίνι) έπεσε πάνω στον Λύκο….
Η αλήθεια είναι ότι αγνώριστο δεν θα τον έλεγες. Να κάτι αυτιά, να κάτι δόντια, να κάτι νυχάρες να κάτι τρίχες στον πόδη… όσο και να προσπάθησε κάτω από το καπέλο, το παλτό το πανακρίβου και  τη γόβα τη Louboutin πάλι το λυκοτόμαρο φαινόταν. Έλα όμως που η (όχι και τόσο χαζή αλλά σίγουρα σε ψιλοκαταθλιψάρα) Κοκκινοκεφαλίτσα  μας  είχε πάθει (ο τόνος στο α γαλλομαθές αναγνωστικό κοινόν μου) fixation με δαύτον και τον (και αντιστρόφως βεβαίως και για να είμαστε τίμιοι και αυτός την) ακολουθούσε κατά πόδας. Όπου η Κοκκινοκεφαλίτσα και ο (ειρήσθω εν παρόδω, ζευγαρωμένος και με κουτάβια) Λύκος από πίσω. Κι έτσι (και για να μην τα πολυλογούμε)  τι από δάση σε διοικητικές υπηρεσίες και από βουνά σε ιατρεία έτρεχαν μαζί Λύκος και Κοκκινοκεφαλίτσα, τι από λίμνες σε στρατιωτικές εγκαταστάσεις και από θάλασσες σε ευαγή ιδρύματα περιπλανιόνταν μαζί Κοκκινοκεφαλίτσα και Λύκος, τι από λόφους σε εργασιακούς χώρους και από κοιλάδες σε διασκεδαστομαγαζάδικα βρέθηκαν για να εξερευνούν Λύκος και Κοκκινοκεφαλίτσα άλλο να σας τα διηγούμεθα και άλλο να τα βλέπετε.
Το ζήτημα όταν συναναστρέφεσαι τον Λύκο είναι ότι ο Λύκος είναι σπανίως ο χαμένος διότι (κακά τα ψέματα και παρά τις περί του αντιθέτου προπαγάνδες σε γελοία παραμύθια τύπου «Ο Λιλύκος και η Αφρούλα» ή ο «Διαβαστερός Λύκος και η σωτηρία του Φαλακροκόρακα» με τα οποία δεν επιθυμούμε να έχουμε σχέση) ο Λύκος είναι σαρκοφάγος. Αφού αναγνωρίσουμε ότι η ανοίκεια συναναστροφή ψιλο(καιπροσωρινα)έβγαλε την Κοκκινοκεφαλίτσα μας από την κατατονική κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει θα συνεχίσουμε τη διήγηση λέγοντας ότι (ακουσίως αλλά και θλιβερώς) η Κοκκινοκεφαλίτσα άρχισε να παρατηρεί, ότι καλή η συναναστροφή αλλά είχε αρχίσει και (ξαναματά χρησιμοποιώντας τις πατροπαράδοτες σοφές ρήσεις του αρχικού της δάσους) «έσωνε». Μια της έλειπε ένα δάχτυλο, (μπα κάπου θα μου έπεσε είμαι τόσο ξεμυαλισμένη), μια της έλειπε ένα κομμάτι από το πόδι (μάλλον πάει καλά η δίαιτα που θα αρχίσω από Δευτέρα) μια της έλειπε μια σπλήνα, ένα κομμάτι από το συκώτι και λοιπά (που δεν σας περιγράφουμε για να μην κάνουμε το παραμύθι splatter που δεν είναι και από τα αγαπημένα μας λογοτεχνικοκινηματογραφικά είδη) όργανα, των οποίων αδυνατούσε να ερμηνεύσει (όταν την αντιλαμβανόταν) την απώλεια (αφού ο Λύκος παρέμενε υπεράνω υποψίας). Κάτι ψιλοψιθύριζε αραιά και που για τον Λύκο ο ξυλοκόπος (που όσο να πεις στο δάσος τριγυρνούσε, δέντρα έκοβε, όλο και κάποιες λυκοφωλιές είχε συναντήσει, όλο και με κάποιους λύκους είχε έρθει αντιμέτωπος) αλλά με τα «Κοκκινοκεφαλιτσούλι» του και την (πραγματικά εξωπραγματική και δημιουργούσα πανικό, ειδικά στην παραμυθοσυγγραφέα) αδυναμία του η Κοκκινοκεφαλίτσα μας δεν τον επήρε στα σοβαρά.
Και ξαφνικά, κάτι η αποψίλωσις των δασών από κατοίκους και ζώα δασών και χωριών που ήθελαν διακοποδάνειο και μεζονέτα με κήπο στα προάστια, κάτι η ανικανότητα των πρασινομπλέ αλεπούδων να διαχειριστούν τους πόρους των δάσων και των χωριών άφησαν τον ξυλοκόπο με το βενζινοπρίονο στο χέρι και την Κοκκινοκεφαλίτσα χωρίς δρόμους να παίρνει και να αφήνει και γενικώς (δυστυχώς τι είχαμε τι χάσαμε) αμφότερους με  ελαχιστοποιημένους πόρους. Και έτσι (ξαναματαακουσίως και θλιβερώς) επέστρεψε στο εσπεριδοελαιοδάσος της, όπου (ευτυχωδυστυχώς και αντιθέτως με το αρχικής εμπνεύσεως παραμύθι) δεν ζούσε η μάνα της να της πει «Μωρή, ποιος σε κατάντησε έτσι? Κομμάτια σου λείπουν», φέρνοντας και τον ξυλοκόπο μαζί της.
Το καλό με τις επιστροφές είναι ότι απομακρύνουν τους λύκους καθώς κάνουν την πρόσβαση στη (μέχρι τούδε αφειδώς και ανοήτως προσφερόμενη από το θύμα) τροφή δυσχερή και (ενίοτε) εγείρουν ανησυχίες για αξιώσεις δια τα πάρε να ‘χεις, κομματάκια του εαυτού που έχουν ήδη καταναλώσει. Το κακό είναι ότι οδηγούν σε απολογισμούς. Και αυτού του είδους οι απολογισμοί δεν μπορούν παρά να έχουν μια αποκάλυψη:
Δεν μπορείς, δεν θέλεις κι ούτε πρόκειται ποτέ να εξολοθρεύσεις τον λύκο
και ένα συμπερασματοερώτημα:
Ο λύκος, κουκλίτσα μου, πάντα λύκος ήταν. 
Η Κοκκινοκεφαλίτσα πού είχε το μυαλό της?

                                                                                                                                                     

Τετάρτη 30 Μαρτίου 2016

....Πόσοι μας αγνοούν....

Bas les voiles!
έχει αρχίσει και γίνεται ενδιαφέρουσα η πρακτική.  Κάτι που γράφεται στο διαδίκτυο δημιουργεί την ανάγκη απάντησης, (αντί)δρασης, (επι)κοινωνίας. Το πιο εύκολο είναι το φατσοβιβλίο αλλά ως μέσο είναι ανεπαρκές. Φτιάχτηκε για μια τελείως επιδερμική επαφή  με like, dislike, log και grr. Κανείς (ή σχεδόν) δεν διαβάζει κάτι μετά από το afficher la suite. Κι έτσι, "τα καλύτερα παιδιά (εγώ είμαι αυτή) βαρέθηκαν και γύρισαν στο σπίτι...." στο καλό φλύαρο και εντελώς προσωπικό blogging, όπου μεταφέρονται πιο εκτεταμένα (ίσως και όχι) αυτά που γράφτηκαν στο ανεπαρκές φατσοβιβλίο.
Bas les voiles!  
το άρθρο και τις αντίστοιχες  ανησυχίες της συγγραφέως το διάβασα στο TVXS. Και παρ ότι από φύση και θέση είμαι και με τον χωροφύλαξ και με τον αστυφύλαξς ούτε για μια στιγμή δεν αισθάνθηκα αμφιβολία.
Bas les voiles!
Κι ας χαρακτηρίζεται πολύπλοκο από πολιτικούς και (κυρίως και παραδόξως τους χριστιανικής προέλευσης) θρησκευτικούς ταγούς.  Στο (υποκριτικό) όνομα της ισότητας των πολιτισμών, της ελευθερίας της προσωπικής έκφρασης και του σεβασμού των θρησκειών, το έν/δεύτερο της ζωής δεν μπορεί να ζει κρυμμένο /θαμμένο και με την (καλλιεργημένη και επιδεικνυόμενη ως υπόμνηση αμαρτίας) ντροπή του φύλου του. Και ΔΕΝ  συγκρίνεται ο σταυρός και το χέρι της Φατίμας και ο κύκλος του γιν-γιανγκ και το πενταλφικό μενταγιόν και ο διπλός πέλεκυς και δεν ξέρω τι άλλο που τα φέρεις επάνω σου με το  χιτζάμπ που σε φέρει (συμβολικά και πραγματικά) από κάτω του.
Και δεν συγκρίνονται οι  (ορθόδοξες και καθολικές που γνωρίζω εγώ) καλόγριες, οι οποίες φορούν τα (στο δικό τους πλαίσιο ιδιότυπα χιτζάμπ) ράσα και κεφαλομάντιλα ως σχήματα/στολές, ως κατάταξή σε μια συγκεκριμένη κοινωνική τάξη, ως αφιέρωση σε μια άλλη μορφή (έγκλειστης και απομακρυσμένης από τον υπόλοιπο κόσμο) διαβίωσης. Και ΔΕΝ συγκρίνονται οι (υπάρχουν ακόμα?) μαντιλοδεμένες γιαγιάδες ή λιγότερο γιαγιάδες που (όντως προσωπικά και ατομικά και όχι στο όνομα μιας γενικής υποχρέωσης) επιλέγουν μια μορφή (συνήθως λόγω  κάποιας  προσωπικής απώλειας) συμβολικού κοινωνικού ανσχωρητισμού. Τα δωδεκάχρονα  κοριτσάκια (που θα γίνουν έφηβες και νεαρές και μεσήλικες γυναίκες χωρίς κανένα δικαίωμα να αλλάξουν γνώμη και να  απαλλαγούν από αυτό) δεν έχουν επιλέξει το χιτζάμπ. Η οικογένεια/φατρία (κατά κύριο λόγο λέγε με πατεροθειοαδερφοπαππού) το επιλέγει γι αυτά στο (υπόρρητο) όνομα ενός κοινωνικού προσδιορισμού τους ως (ξαναματαϋπόρρητα) υποδεέστερων για τον οποίο  (κι ας μην είμαι ισλαμολόγος σαν την ελένη κονδύλη) πιστεύω ότι η θρησκεία απλά δίνει το πρόσχημα.  
Και δεν είναι παράξενο που (από τους πιο διαπρύσιους) υπερασπιστές του δικαιώματος στο χιτζάμπ και (από τους πιο φανατικούς πολέμιους της απαγόρευσής τους στα γαλλικά σχολεία ήταν η καθολική εκκλήσία. Η καθολική εκκλησία που διττά προσεγγίζουσα την κατάσταση, από τη μία υπερασπιζόταν την θρησκευτικοποίηση της λαϊκής ζωής και οντότητας και από την άλλη στηρίζοντας το χιτζάμπ ως θρησκευτικό σύμβολο, στην πραγματικότητα αποδεχόταν και ευλογούσε τα δεσμά και τον περιορισμό της συμμετοχής των γυναικών στο πολιτικό γίγνεσθαι. Η καθολική εκκλησία που (κρυπτόμενη πίσω από μια άλλη θρησκεία και αόρατη συνέβαλε και) κήρυσσε  την περιθωριοποίηση του μισού του πλανήτη, έβλεπε να εφαρμόζονται οι δικές της διαχωριστικές και φαλλοκρατικές πολιτικές και ιδεολογές. 


Κάθε παρέλαση σηκώνει σκόνη. Πολύ περισσότερο όταν μία από τις παραστάτριες φοράει μαντίλα. Τώρα που έκατσε λίγο ο κουρνιαχτός που άφησε πίσω της η Άγια με το ασπρόμαυρο χιτζάμπ, ίσως είναι η κατάλληλ
TVXS.GR

Κυριακή 27 Μαρτίου 2016

.....να μπορέσω να φράξω....

Αναρωτιέμαι για άλλη μια φορά διαβάζοντας στο site της Ρίτσα Μασούρα γιατί απορούμε? Είναι λογικές οι επιθέσεις με κάθε (βρώμικο) τρόπο απέναντι στη μοναδική (και μάλιστα παρότι εξαιρετικά συντηρητικών ιδεολογιών) πολιτικό που στήριξε μια ανοιχτή στα προσφυγικά ρεύματα Ευρώπη. Πραγματικά στην περίφημη selfie, νομίζω, ότι βλέπουμε ξεκάθαρα την προσπάθεια να κατηγορηθεί (όχι τόσο η Μέρκελ αυτή καθέ αυτή όσο) η πολιτική της των ανοιχτών συνόρων, της Ευρώπης της φιλοξενείας. Αν συνδεθούν οι επιθέσεις με την κύρια (ή τουλάχιστον τη με μεγαλύτερο πολιτικό εκτόπισμα αυτή τη στιγμή στην Ευρώπαϊκή Ένωση) εκπρόσωπο των ανοιχτών συνόρων προσφέρεται το απόλυτο άλλοθι στους υπερασπιστές των αγίων και οσίων (των κλειστών συνόρων και της μη προσφοράς ασύλου) της γηραιάς ηπείρου.
Έτσι στήνεται ένας τριπλός ιστός που συνδέει κατ αρχάς τους (τωρινούς) πρόσφυγες/μεταναστες με την τρομοκρατία (παρ' ότι αποδεδειγμένα οι βασικοί υπεύθυνοι των τρομοκρατικών επιθέσεων είναι χρόνια κάτοικοι της Ευρώπης και οι περισσότεροι κάτοχοι ευρωπαϊκών διαβατηρίων) δικαιολογώντας έτσι την εμμονική (και εκπηγάζουσα για μένα ΠΑΝΤΑ από την άρνηση και αδυναμία κατανόησης του άλλου/ετέρου, γεγονός που τον αναγάγει στο "τέρας" και την απειλή του dasein/εγώ) άρνηση των χωρών να τους δεχθούν στα (ιερά μην πω τίποτα) χώματά τους. Εν δευτέροις, συνδέει (αδιακρίτως) την ήδη κατοικούσα στην Ευρώπη (θρησκευτική, πολιτική, κοινωνικής οργάνωσης) ετερότητα (η οποία σπουδάζει, εργάζεται, διαβιει κατά βάση και ευκταία αποκομένη από το κεντρικό κοινωνικοπολιτικό γίγνεσθαι) με τις τρομοκρατικές (που μεταφράζονται και από τις δύο πλευρές σε) επιθέσεις σε ένα φαντασιακό κοινωνικό γίγνεσθαι με υψιπετείς (ελληνοϊδουαϊκοχριστιανικής εμπνεύσεως και καπιταλοπροτεσταντικής συνέχειας) παραδόσεις. Τέλος, συνδέει την οποιαδήποτε πολιτική προσπάθεια κοινωνικού ανοίγματος πολιτιστικής σύγκλισης και θρησκευτικής συμβίωσης με (χαμηλής ικανότητας και) αδυναμία υπεράσπισης της νομιμότητας των (περιοριζόμενων σε χριστιανικές και κατοικούμενες από λευκούς χριστιανούς) Ευρωπαϊκές χώρες και της ασφάλειας του ίδιου του (περιοριζόμενου, επίσης, στον γηγενή, λευκό και χριστιανό) Ευρωπαίου πολίτη. Καλλιεργώντας και υπερτονίζοντας, παράλληλα, μια μανιχαϊστική (αλλά πάντα ετεροβαρή) αντίπαλότητα πολιτισμών (η αφέλεια της Μέρκελ απέναντι στον υποχθόνιο μετανάστη που την παγιδεύει στη selfie) αποσιωπά ότι (ο πλέον αλλά και πάντα, πολύμορφος και μεταφέρομενος παντού) πόλεμος απαιτεί τουλάχιστον δύο αντιμαχόμενους και μια (συνήθως οικονομικοπολικτική και κακής εκτίμησης ώς προς την αντίδραση) αφορμή ή αιτία έναρξης εχθροπραξιών.
Η περίφημη selfie με όλα τα συνέκδοχα του φόβου των νομιμοποίηση της γκετοποίησης, του απομονωτισμου και της αστυνομοφρούρησης των ζωών και των χωρών μας δίνει το άλλοθι να γυρίσουν όλοι ήσυχα ήσυχα στις κλεισττοφοβικές ζωούλες τους αναρωτώμενοι και παραπονούμενοι ενίοτε για τις συν8ήκες διαβίωσης των "προσφύγων/μεταναστών στα γκέτο (Elis Islands τα αποκάλεσε θρασύτατα ο "αξιωματούχος") που ελπίζουν να δημιουργηθούν (και να ξεχαστούν) στην (χρεωκοπημένη οικονομικά και πολιτικοκοινωνικά αλλά που έσωσε την τιμή της Ευρώπης με τεράστιο κόστος) Έλλάδα.

Λύθηκε το μυστήριο με τη… selfie της Μέρκελ
GLOBALVIEW.GR|PAR BOT