"H ομορφιά του παρελθόντος είναι το αποτέλεσμα, όχι ο λόγος της νοσταλγίας"
Μ. Foucault

Κυριακή 25 Δεκεμβρίου 2016

...σε θέλουν ακίνδυνη...

Μια (διότι, να μην επαναλαμβάνομαι,  αυτά δεν συμβαίνουν δεύτερη) φορά και έναν (απίστευτα κρύο βρωμό)καιρο, ένα κοριτσάκι με σκισμένο μαύρο τζιν, μαύρο μπουφάν και χωρίς σκούφο (διότι δεν χωρούσε το στημένο από τον αφρό και το τζελ, ξασμένο μαλλί) προχωρούσε (έως ψυχεδελοκαταθλίψεως) αργά προς το Σύνταγμα.
Ήταν από τις σπάνιες φορές που στην Αθήνα είχε χιονίσει με αποτέλεσμα το κράτος να έχει (ξανα)παραλύσει, όπως ακριβώς κάνει και με τους καύσωνες και τους παγετούς, τις βροχοπτώσεις και την ξηρασία, τις χαλαζοπτώσεις και τους σεισμούς και γενικότερα ό,τι διαφοροποιείται από τους 22ο Κελσίου και τους 45ο υγρασίας και απαιτεί τη συνεργασία παραπάνω από μίας υπηρεσιών ή ενός υπουργείων (τα τελευταία χρόνια βέβαια παραλύει και σ’ αυτές τις συνθήκες αλλά αυτό είναι άλλο παραμύθι με κακούς λύκους και δράκους και ουχί εορτινό). Γι’ αυτό το (ξαναματα)είχαν σε ένα κρεβάτι στο  νοσοκομείο, δίπλα σε κάτι αγανακτισμένους βορειοελλαδίτες: κάτι Σερραίους, κάτι Φλωρινιώτες (την πόλη εννοούμε όχι ρέπλικες του γνωστού χρυσοντυμένου αοι(η)δού), κάτι Γρεβενιώτες, οι οποίοι βρέθηκαν στην εντατική είτε έχοντας σπάσει τα κεφάλια τους κοπανώντας τα στον τοίχο είτε από πρήξιμο όρχεων ακούγοντας τα ΜΜΕ  να κλαίνε και να οδύρονται για τη μαύρη συμφορά που επεφύλασσε η μοίρα   στους Αθηναίους και τους Κεφαλαριώτες με τους πέντε  άντε δέκα πόντους χιόνι.
Το χιόνι παράσερνε κομμάτια από μια ατυχήσασα (θέλω να  γίνω το London Eye και το Παρισινό Carousel δύο σε ένα μη σε πω αλλά δεν με αφήνουν να μπω σε λειτουργία οι γραφειοκράτες) Ρόδα που ο τότε δήμαρχος  ούτε να αποσυναρμολογήσει δεν κατόρθωνε κι είχε τέτοιον  καημό (ο δήμαρχος όχι η ρόδα) που μόνο ο Μαραβέγιας illegal   και το Πρωτοχρονιάτικό  του σόου τον βαστούσαν και δεν κατέληξε στην εντατική δίπλα στο κράτος.
Μέσα στα κομμάτια παρασυρόταν και μια μπαλαρίνα (παπούτσι εννοούμε όχι την άλλη τη Σιλβί Γκιγιέμ ή καλύτερα τη Ναντια Φοντάνα καθότι οι έλληνοι έως εκεί την έχομεν την γνώση περί ορχηστικής τέχνης και πρέπει και να καταλαβαινόμαστε για να πούμε το ρημαδοπαραμύθι)  του κοριτσακίου μας, το οποίο της βγήκε λόγω της σύγκρουσής της μ’ ένα κολλημένο στο χιόνι γιωταχί, που οι επιβάτες του περίμεναν να ανανήψει το κράτος στην εντατική και να έρθει να τους απεγκλωβίσει (διότι σιγά ο έλλην –που ξεσπαθώνει ξεσπαθώνει, μην ξεκινήσει από την οικία του με χιοναλλυσίδες Βαϊσενφέλε-ένα βουνό ευρά από την Ωτοπλούς  με τέτοια κρίση) και (δεν υπάρχει κράτος κύριέ μου δεν υπάρχει…) πάααααει η μπαλαρίνα.... Στην πορεία έχασε και την άλλη μπαλαρίνα, την οποία καθώς την κρατούσε και καταθλιβόταν για τη μοίρα της προηγούμενης (μπαλαρίνας εννοούμε όχι ζωής, υπάρξεως και άλλα τέτοια κοινωνικο-υπαρξιακά) την άρπαξε ένας  Σκίνχεντ Χεβιμεταλάς  γνωστός παλαιότερα και ως κάγκουρας (μακρινός απόγονος του καγκουρό, που έμεινε έναν βήμα πίσω στην εξελικτική πορεία του είδους...), αφενός ως ένδειξη διαμαρτυρίας για την πεσιμιστική διάθεση που είχε το κοριτσάκι και οι ομοϊδεάτες της οι Σάικεντέλικ Γκόθικ Χεβιμεταλάδες ακόμα και σήμερα, παραμονή Χριστουγέννων, και  αφ ετέρου να τη χρησιμοποιήσει ως όπλο (μεγάλη η κρίση μάνα μου πανάκριβοι οι εξοπλσμοί στις μέρες μας κι είναι και ο Άκης τι-πα-να-πει-ποιος-Άκης στη φυλακή είναι και ο αρχηγός τι-πα-να-πει-ποιος-αρχηγος-ενας-είναι-ο-αρχηγος-μη-μ-εκνευρίζετε στα δικαστήρια με τα πρωτοπαλίκαρά του) εναντίον τους,  στα ντου που έκαναν τις αποδέλοιπες μέρες....
Το κοριτσάκι με γυμνά (όπως γυμνή ήταν η ψυχή των ανθρώπων) πόδια, νηστικό (διότι η ευφορία της τροφής είναι ένα κόλπο προσυλητισμού στην κατανάλωση της μικροαστικής κοινωνίας) και μελανιασμένο (όπως το μαύρο τέλος που αναμένει αυτόν τον αποτυχημένο κόσμο) από το κρύο, κρατούσε στα χέρια του ένα πακέτο με αναπτήρες Χόντος σέντερ, (τους μαύροι για να είναι ασορτί με το σκοτάδι που περιτριγύριζε τα ανυποψίαστα ανθρώπινα όντα) με σκοπό να τους δωρίσει στους φίλους της (διότι με τέτοια κρίση τι να τους χαρίσει? S.T. Dupont που ήθελε να τους χαρίσει σε μια μακρινή προ κρίσης εποχή οπότε ξαναέγραψα μια αντίστοιχη revisited ιστορία?) . Έτσι θα μπορούσαν όλοι μαζί  να καίγονται αντί να χαρακώνονται, το οποίο και τόσο last year ήταν και, επιπλέον, απαιτούσε μια σωματική προσπάθεια μεγαλύτερη  και μια εγρήγορση ανεπίτρεπτη όταν αναζητείς το τέλειο ζεν.
Ωστόσο καθώς δυσκολεύτηκε να φτάσει από τα Β.Π που έμενε (λόγω των κακόμοιρων που έβγαιναν στους δρόμους για να γιορτάσουν, την γέννηση του Χριστού, αγνοώντας ότι κάθε γέννηση απλά επιβαρύνει τον πλανήτη, φέρνοντας το αδόκητο τέλος όλο και κοντύτερα, όλο και κοντύτερα, όλο και κοντύτερα... φτάνει τώρα εκνευρίζεται και η Χαρούλα από τις επαναλήψεις), οι φίλοι της είχαν φύγει. Κάποιοι δεν είχαν καν αποτολμήσει να βγουν από το σπίτι τους, φοβούμενοι όλη αυτή τη γιορτινή ατμόσφαιρα και την ευωχία και τα χαρούμενα παιδιά και κάτι (έρμους Αλβανοπακιστανούς που με ψεύτικα μπαμπακομούσια θεατρικοξεπεσμένου βεστιαρίου παρίσταναν τους) χαμογελαστούς γέροντες με (εν είδη Αη-Βασίλη) κόκκινα  που κυκλοφορούσαν με κάτι (έρμα κατσίκια που τους είχαν φορέσει στέκα-χριστουγενιάτικα-κερατάκια-ενάμιση-ευρώ-από-το-τζαμπο και τους είχαν βάλει να παριστάνουν τους) τάρανδους... α πα πα πα!!!
Κουλουριάστηκε σε μια γωνιά δίπλα στον τοίχο του μετρό και δίπλα στο (δεν της έμοιαζε και τόσο αλλά τες παν προσιδίαζε σε) χριστουγεννιάτικο δέντρο, προσπαθώντας κατά πρώτον να προστατευτεί από τα vibes χαράς που εκλύονταν από το (εντός των πλαισίων της κρίσης και σε πείσμα των - από τηλεοράσεων και εντύπων εκλυόμεων - καταρρακτών δυστυχίας και χειμάρρων καταστροφολογίας  του συγκροτήματος του ΔΟΛ και συγγενών ενημερωτικών-λεμε-τωρα δυνάμεων προεξαρχόντων) εορτάζον  πλήθος γύρω της. Καλό βέβαια θα ήταν και να ζεστάνει λίγο τα πόδια της που είχαν παγώσει κι ας ακουγόταν υλιστικό και αντιπνευματικό.  Σπίτι δεν μπορούσε να γυρίσει διότι είχε γίνει μαλλιά κουβάρια (τώρα αυτό κάπως κυριολεκτικό της ακουγόταν, αλλά δεν έδωσε σημασία) με τον πατέρα της, ο οποίος όχι μόνο την ειρωνεύτηκε όταν την είδε να βγαίνει σχολιάζοντας
-Πάλι σαν τη Νίτσα Μαρούδα στο «Δεσποινις διευθυντής» θα βγεις έξω??
αλλά και όταν ήρθε αντιμέτωπος με το περιφρονητικοσυγκαταβατικοθλιμένο ύφος της την έβρισε λέγοντάς της:
-Τέλος πάντων, παραμονιάτικα... Άντε καλά να περάσεις...
(Άκου, καλά να περάσεις!!!!!)
Αποφάσισε ν’ ανάψει τον αναπτήρα της να κάψει λίγο τα χέρια της (άσε που είχε παγώσει κιόλας) μπας και ξορκίσει όλα αυτά τα γέλια που έστελναν κατευθείαν πάνω της παρέες που έβγαιναν για ρεβεγιόν, χωρίς να υποπτεύονται τη ματαιότητα όσων ζούσαν (μην αναφέρω και την κακοδιαθεσία που θα τους έφερνε στο τέλος ο λογαριασμός: 130 ευρά το άτομο table-d-hotte και το κρασί χώρια, άει συχτήρ, δλδ! μόνο εγώ ξέρω ότι έχει κρίση η Ελλάδα?).
Με το που άναψε όμως η φλόγα –τι παράξενο! της φάνηκε ότι άκουσε μουσική και βρέθηκε σε μια σοφίτα όπου έκαιγε ένα μαγκάλι, και ένας καλλιτέχνης ρακένδυτος αλλά με κασκόλ στο λαιμό (άσχετο, αλλά αυτή είναι μια σκηνοθετική άποψη που μισώ –καλά όλη την όπερα μισώ, αλλά αυτό δεν είναι το θέμα μας- αφού πουλάει και το σακάκι του για τη Μιμή, το γ..μενο το κασκόλ, γιατί δεν το βγάζει??) κρατάει το χέρι της πτωχής μποέμ μοδίστρας που πεθαίνει (δυο πράξεις τώρα πεθαίνει και τον απέθαντο έχει, μιλάμε πιάστηκε το χέρι του του χριστιανού...). Κι εκεί που περίμενε να δει το τέλος να καταθλιβεί με την ησυχία της... τελείωσε το αέριο του αναπτήρα (καλά εδώ τελειώνει η υπομονή θεατών και θεατών στα λυρικά θέατρα όλου του κόσμου, ο αναπτήρας θα γλίτωνε??) ....
Αμέσως πήρε έναν από αυτούς που προόριζε για δώρο προσπαθώντας να επιστρέψει στο πεισιθανάτιο όραμα, αλλά αυτή τη φορά, βρέθηκε μες στην υπόγεια την ταβέρνα μες σε καπνούς και σε βρισιές απάνω στρίγκλιζε η λατέρνα, σε ένα τραπέζι γεμάτο ποτήρια με αψέντι (ξέρετε αυτό που στο τρίτο ποτήρι συνομιλείς με τον Επίκουρο αυτοπροσώπως, στο τέταρτο σε καταδιώκει ο Διογένης ο Κυνικός και στο πέμπτο ακολουθείς πειθήνια την Σαπφώ στην πτώση της από τους βράχους της Λευκάδας). Δίπλα της ο Καραβάτζιο μειδιούσε φριχτά μαστουρωμένος στον Βαν Γκόγκ, ο οποίος έδειχνε το κομμένο του αυτί στον Λωτρέκ, που προσπαθούσε να επιδείξει την αναπηρία του στον Τζάκσον Πόλοκ που τραβούσε γραμμές στο τραπέζι που είχε ανεβεί επάνω η οκτώ μηνών έγκυος Hebuterne δείχνοντας πώς αυτοκτόνησε μετά το θάνατο του Μοντιλιάνι. Κι εκεί που το κοριτσάκι προσπαθούσε μέσα από τα έργα τους να μετρήσει τη δυστυχία των εικαστικοκαταθλιμένων και να προστατευθεί από τις μικροδονήσεις του εορταστικού πνεύματος των Χριστουγέννων... τελείωσε ξανά το άεριο!
Έβγαλε γρήγορα και τρίτο αναπτήρα ελπίζοντας να μη χαθούν οι καταραμένοι της, αλλά αυτή τη φορά βρέθηκε στο (προ ανακαινήσεως) Ζόναρς, όπου σε φθαρμένους δερματινοκαναπέδες μπροστά από έναν ελληνικό ή έναν γαλλικό καφέ της 1,5 δραχμής (και ουχί φρέντο των 5 ευρώ, που έφτασε να πουλάει ο μουράτος ανακαινισμένος Ζόναρς, το Μετοχικό Ταμείο μου μέσα...), ο Καρυωτάκης έδειχνε την τρύπα από τη σφαίρα στο στήθος του στον Ζολά που έδειχνε τα μαυρισμένα από το γκάζι πνευμόνια του στον Ρεμπό που έδειχνε το πιστοποιητικό θανάτου του (ετών 36) στη Σύλβια Πλάθ, η οποία προσπαθούσε να πείσει τον Κερουάκ ότι ο φούρνος της κουζίνας είναι το τέλειο μέσο αυτοκτονίας και όχι όπως επέμενε αυτός τα ναρκωτικά και (το Αids, που μπορούν να σου κολλήσουν) οι περιστασιακές σχέσεις. Κι εκεί που η χαρά από τα πιτσιρίκια με τα πακέτα κόντευε να εξανεμιστεί και να μην απειλεί πια την αύρα της... τέλειωσε ο αναπτήρας, ξανά, ρίχνοντας τη σε μια μοιρολατρική διάθεση, του τίποτα καλό δεν κρατά!!!!
Δεν χρειάζεται να περιγράψουμε πόσο γρήγορα έβγαλε τον επόμενο αναπτήρα, ούτε πόσο γρήγορα τον άναψε περιμένοντας να ακούσει περισσότερα πριν αποφασίσει ποιο ήταν το καλύτερο τέλος, αλλά αυτή τη φορά βρέθηκε σε ένα υπόγειο κακοφωτισμένο βερολινέζικο μπαρ, όπου στη σκηνή έβγαιναν τραγουδώντας ο ένας πάνω στην μουσική και τους (έτσι κι αλλιώς παρόμοια απαισιόδοξομελαγχολικοπεισιθανάτιους) στίχους του άλλου, πάντα με τα (δε θέλω να σε βλέπω σκληρέ κόσμε) κλειστά μάτια, ταλαντευόμενοι (εδώ θα καταρρεύσω από την απελπισία, εκεί θα καταρρεύσω από την απελπισία) μπρος πίσω ενώ το (είμαι τόσο αποστασιοποιημένος από το σώμα μου που κάθε εξαρθρωμένο μέλος έχει άλλη πορεία) κεφάλι κινιέται αριστερά δεξιά, όλοι οι μαυροκατίμαυροι τραγουδοποιοί/ες. Από τη Φλέρυ εχω-εντελώς-ξεφύγει-μανούλα-μου-Νταντωνάκη, τον Ορφέα δε-βρίσκω-μαχαίρι-να-κόψω-τις-φλεβες-μου-Περίδη ως τον Leonard η-τρέλλα-μου-πάει-πολύ-Cohen, τους κανεις-δε-με-καταλαβαίνει-Cure, την όλα-είναι-μάταια-Siouxsie (χωρίς τους Banshees, που όση ματαιότητα ήταν να ζήσουν την έζησαν, κονόμησαν και την έκαναν), τον Nick σε-λίγο-πιάνουμε-πάτο-Cave και τους –όπου-ναναι-αποχωρώ-από-τον-μάταιο-τούτο-κόσμο-Funeral Dinner. Μέχρι να πουν τις μπαλάντες τους (16 λεπτά η μία, μιλάμε... έλεος παιδιά! ο Albinoni έχει γράψει συντομότερα πλήρη κονσέρτα!!) φυσικά τελείωσε και το αέριο του τέταρτου αναπτήρα...
Όμως -τι παράξενο και πάλι!!!!
Οι φωνές και οι μουσικές δε χάθηκαν, συνέχισαν να ακούγονται, επικαλύπτοντας η μία την άλλη σαν να σκαρφάλωναν στο χριστουγεννιάτικο δέντρο της πλατείας.... Άναψε γρήγορα τον τελευταίο αναπτήρα...
Και ξαφνικά μπροστά της εμφανίστηκε ο Johnny Depp ως Ψαλιδοχέρης να την κοιτά μελαγχολικά ενώ τα ψαλιδόχερά του έκοβαν τα κλαδιά του δέντρου ανεβαίνοντας όλο και πιο ψηλά και κάνοντας της νόημα δακρυσμένος να τον ακολουθήσει (μεταξύ μας κι εγώ θα τον ακολουθούσα, ακόμα και δακρυσμένο...). Σηκώθηκε και σκαρφάλωσε στο πρώτο κλαδί (αν και φοβόταν ότι θα καθόταν η κουρούπα και κρίμα τόσος κόπος και ζελέ...), το δεύτερο, το τρίτο, παρακαλώντας τον να μην την αφήσει μόνη της εκεί….
Την άλλη μέρα οι φίλοι της τη βρήκαν στο ίδιο εκείνο σημείο περιτριγυρισμένη από τους καμένους αναπτήρες... Την κοίταξαν γεμάτοι φρίκη και κάποιος είπε:
-Την σκότωσε όλη αυτή η γιορτινή ατμόσφαιρα, σας το είπα εγώ να μη βγούμε από τα δωμάτια μας...
Οι υπόλοιποι κούνησαν καταφατικά το κεφάλι, οι πιο ενεργητικοί κάναν ουαου.. και όλοι μαζί αποφάσισαν ότι επιτέλους βρήκε το μαύρο τέλος που ονειρευόταν....
Αυτό που δεν ήξεραν ήταν ότι το κοριτσάκι φτάνοντας στην κορφή, είδε δίπλα στον Depp τον Άντερσεν αυτοπροσώπως και ενθουσιάστηκε καθώς η μεγάλη αλήθεια της παρουσιάστηκε περίλαμπρη εκεί πάνω στο (ήταν τώρα αυτό)  χριστουγενιάτικο δέντρο...

Ο πρώτος Σάικεντέλικ Γκόθικ Χεβιμέταλ  (γνωστών κάποια στιγμή και ως έμο) όλων των εποχών, ή μάλλον ο θεωρητικός τους ήτo ο Δανός παραμυθάς...

Παρασκευή 3 Ιουνίου 2016

.... να καρφώνονται οι λέξεις...

Ανήκω στην (λιθοβολήστε) τυχερή γενιά που δεν διδάχτηκε αρχαία από το πρωτότυπο στο γυμνάσιο και συναντήθηκα με αυτά στο λύκειο. Ανήκω στην τυχερή γενιά  που έμαθε την Ιλιάδα και την Οδύσσεια από  τις (ίσως όχι τόσο ποιητικές όσο του Εφταλιώτη και σίγουρα όχι τόσο επικές όσο του Καζαντζάκη) σχολικές μεταφράσεις, που έμαθε την Αντιγόνη, την Ιφιγένεια στην Ταυρίδα και τον Οιδίποδα από τους (που κανείς δεν θυμάται το όνομά τους) εκπαιδευτικούς μεταφραστές, τον Θουκυδίδη, τον Ηρόδοτο, τον Λυσία, τον Ξενοφώντα από κείμενα στη δημοτική. Ανήκω στην τυχερή γενιά που δεν είχε στα δώδεκα, τα δεκατρία και τα δεκατέσσερά της να παλεύει με πρώτες, δεύτερες και τρίτες κλίσεις με δυικούς και  πληθυντικούς αριθμούς με δοτικές και κλητικές, ανώμαλα και λιγότερο ανώμαλα ρήματα. Κι έτσι είχα την τύχη σε μια σειρά από μέτρια, λιγότερο  μέτρια και καλά σχολεία με πολύ καλούς και λιγότερο καλούς (λυτρωμένους επίσης από τον βραχνά συντακτικών και γραμματικών διορθώσεων) φιλολόγους  να μαθαίνω πραγματικά ποια ήταν η μήνις του Αχιλλέα και ποιος ο νόστος του Οδυσσέα, να σχολιάσω τον επιτάφιο του Περικλή και να διαφωνήσω με την απολογία του Σωκράτη, να αντιληφθώ τον δικανισμό στον Λόγο υπέρ Αδυνάτου, να κλάψω με την επαναστατικότητα του θρήνου της Αντιγόνης να εντοπίσω την υπόρρητη ασέβεια του Ευρυπίδη στα τεχνήματα της Ιφιγένειας, να δω τη θάλασσα μαζί με τους μύριους και να θυμάμαι για όλη μου τη ζωή το «μηδένα προ του τέλους μακάριζε» του Σόλωνα.   Κι έτσι όταν συναντήθηκα με τα αρχαία κείμενα στο Λύκειο, η πάλη με μια ξένη δομή της (ίδιας φυσικά αλλά και ταυτόχρονα όχι ίδιας) γλώσσας ήταν μια πάλη που μπορούσα να κερδίσω γιατί ήξερα ότι το νόημα που κρυβόταν κάτω από τις στρυφνές και άγνωστες λέξεις άξιζε τον κόπο να αναζητηθεί. Η εκπαιδευτική (της γενιάς) μου πορεία (λέω πως) δεν με καταδίκασε σε λεξιπενία, δεν με αποξένωσε από πολύπλοκες έννοιες και δεν περιόρισε τα εκφραστικά μου μέσα. Μακριά από αυτό, κάνω τον Αποστολόπουλο να αγανακτεί γιατί δεν σταματώ να βάζω πολλές και πολύπλοκες λέξεις σε σειρά.
Από την άλλη γενιές και γενιές μετά (και πριν) από μένα ζήσαν και ζούν τη χαρωπή διαδικασία Αρχαία από το πρωτότυπο από την Α’ Γυμνασίου (νομίζω) με πάνω κάτω τα ίδια (και μην ακούω αηδίες για χαμηλότερα από τη νέα γενιά) επίπεδα γλωσσικής επιδεξιότητας με τη δική μου γενιά. Το ελληνικό σχολείο, έχει ένα μέσω όρο γλωσσικών μαθημάτων (σε αυτά προστίθενται και η Ιστορία και τα Θρησκευτικά)  που φτάνει στο 45% του σχολικού χρόνου όταν σε όλη την Ευρώπη (τα στοιχεία από την Ευριδίκη και όποιος θέλει τα επαληθεύει)  ο αντίστοιχος χρόνος δεν ξεπερνάει το 30%.  Και δεν είναι ο πλούτος της γλώσσας μας που λειτουργεί προωθητικά σε αυτή την πρακτική. Αντίθετα (νομίζω ότι) αναδεικνύει τις σοβαρές παθογένειες της ελληνικής εκπαίδευσης και της ελληνικής κοινωνίας.
Το ελληνικό σχολείο είναι ένα σχολείο ομφαλοσκοπικό γιατί είναι η αντανάκλαση και ο αναπαραγωγικός μηχανισμός (και αυτό δεν είναι αποτέλεσμα της κρίσης, αλλά πιθανά, και ξανανομίζω, η αιτία) της ομφαλοσκοπικής μας κοινωνίας. Μιας κοινωνίας που δεν παράγει αλλά θέλει να καταναλώνει, που θεωρεί ότι ο νόμος είναι κάτι εφαρμόσιμο ad hoc κι έτσι προχωρά εκμαυλιζόμενη και εκμαυλίζουσα, που δεν προγραμματίζει παρά αφαιμάσσει το παρόν  Και μια τέτοια κοινωνία καθώς δεν επενδύει (όχι μόνο σε οικονομικό αλλά) σε κανένα επίπεδο στο μέλλον (μπορεί μόνο να) ζει στραμμένη στο (αποκαθαρμένο από οτιδήποτε αρνητικό) παρελθόν της. Η Ελλάδα σαν τις απογόνους των χηνών του Καπιτωλίου (ποίημα που αγαπά ο Χρόνης) ζει με ιδεοληψίες και τρεφόμενη από το κλέος του παρελθόντος. Πορεύεται πατώντας πάνω σε αστικούς μύθους (ή και πραγματικότητες αν θέλετε)  τύπου η ελληνική γλώσσα είναι η πλουσιότερη του κόσμου, ώστε να δημιουργείται η ψευδαίσθηση ότι η οικονομική μας τωρινή κρίση και ανέχεια εκπηγάζει από το ότι οι άλλοι καρπώνονται πόρους που μας ανήκουν ακριβώς όπως καρπώνονται τη γλώσσα μας, τύπου ο Κίσσινγκερ ήθελε να μας καταστρέψει τη γλώσσα γιατί μας φοβόταν, που συντηρεί το λαϊκό φαντασιακό του έθνους ανάδελφου (του Σαρτζετάκη) και στην πραγματικότητα μεταθέτει την ευθύνη για τη θέση της Ελλάδας στις "άλλες" χώρες που μας κατατρέχουν, τύπου αν δεν υπήρχαν οι φιλοσοφικοί ελληνικοί όροι δεν θα είχε υπάρξει η δυτική φιλοσοφία και ο πολιτισμός που ακυρώνει την επιστημονική, ερευνητική και πολιτισμική ένδεια αυτής της στιγμής αφού ό,τι παράγεται οπουδήποτε στον κόσμο μας «ανήκει» και τύπου η ελληνική γλώσσα θα ήταν η επίσημη γλώσσα της Αμερικής αν δεν έχανε με δύο ψήφους στην ψηφοφορία που εμπεδώνουν την πεποίθηση ότι η Ελλάδα είναι η καλύτερη χώρα του κόσμου (και άρα δεν χρειάζεται να αλλάξει τίποτα φταίνε οι συγκυρίες για το χάλι της), Κι όλο αυτό μαζί συντηρεί μια εθνικιστική, κλειστοφοβική και με ανθίζοντα τα (κρυφά μέχρι τώρα καθώς λειτουργούσε ακόμα η ενοχοποιητική πραγματικότητα του Β Παγκοσμίου πολέμου και ο  ελληνικός εμφύλιος) φαινόμενα της Χρυσής Αυγής. Και είναι αυτές οι ιδεοληπτικές δικαιολογίες μιας παρακμάζουσας κοινωνίας που δημιουργούν ένα σχολείο στο οποίο πρεσβεύεται το πρωτείο της Αρχαίας Ελληνικής γλώσσας ως προς τη Νέα Ελληνική γλώσσα και η επιμονή ότι χωρίς τα αρχαία δεν υπάρχουν τα νέα ελληνικά κατακυρώνοντας έτσι το υπέρτερον της αρχαιότητάς μας έναντι της συγχρονικότητάς μας, αξιολογώντας τους νεοέλληνες ως υποδεέστερους των αρχαίων και αφήνωντας τα νεαρά παιδιά να υπολείπονται των (ντεμέκ) ωριμότερων που διατηρούν έτσι το απόλυτο δικαίωμα στη νομή της (συμβολικής και πραγματικής) εξουσίας. Και είναι αυτές οι ρετροσπεκτιβικές προφάσεις που κρατούν ένα σχολείο σκλαβωμένο στους (καλούς και άγιους) φιλολόγους και με παραπαίδια τις επιστήμες και τις νέες τεχνολογίες και προωθούν μια τοτεμική γενική εκπαίδευση απαξιώνοντας μια απολύτως αποχρειωμένη τεχνολογική εκπαίδευση δημιουργώντας έτσι μια κυκλικά ανατροφοδοτουμενη αδυναμία (πολιτισμικής, οικονομικής και τεχνολογικής) παραγωγής που θα μπορούσε να δημιουργήσει μέλλον για το μέλλον (τα παιδιά) μας .
Η αλήθεια είναι ότι δεν διάβασα τη δήλωση του Φίλη και ούτε παρακολούθησα κάποιο βίδεον με δαύτη. Εσκεμμένα. Δεν ξέρω πώς είπε αυτό που είπε. Δεν ξέρω, καν, τι ακριβώς είπε και για να πω την αλήθεια: δεν με νοιάζει. Ξέρω τι σόι ανόητος είναι ο Φίλης.  Ξέρω όμως, επίσης, ότι η δημιουργία ακόμα του ελληνικού κράτους συνοδεύτηκε από τρομακτικές διαμάχες για το γλωσσικό ζήτημα των οποίων το πιο αιματηρό επεισόδιο είναι τα γνωστά ευαγγελιακά του 1901. Ξέρω ότι αυτές οι διαμάχες, τελικά, μικρή σχέση είχαν με τη γλώσσα κι ότι ήταν καθαρά πολιτικές και κοινωνικές διαμάχες ανάμεσα στις προαστικές (στρατός, γαιοκτήμονες και κλήρος) και αστικές (επαγγελματίες, βιοτέχνες/βιομήχανοι, εγγράμματοι υπάλληλοι) τάξεις για τη νομή της εξουσίας και τη μορφή του νεότευκτου κράτους.  Και,  μάλλον μαθαίνω ότι διακόσια 200 χρόνια μετά ακόμη δεν έχουμε λύσει τα γλωσσικά ζητήματά μας id est ούτε τις κονωνικοπολιτικές μας διαμάχες. Και σαφώς δεν έχουμε αποφασίσει τι μορφή πρέπει να έχει το κράτος μας.  


Κυριακή 29 Μαΐου 2016

....Και ο λύκος με περιμένει....

Μια (διότι αυτά δεν συμβαίνουν και δεύτερη) φορά κι έναν (όχι πολύ καλό αλλά δεν θα τον έλεγες και χάλια) καιρό και σε έναν μακρινόν (διότι ως γνωστόν αυτά δεν συμβαίνουν ποτέ στον δικό μας) τόπο ήταν ένα κοριτσάκι που ζούσε σε ένα χωριό με ένα εσπεριδοειδοελαιοδάσος. Το κοριτσάκι μας ζούσε ευτυχισμένο  κολλημένο στην (από το τράβα τράβα μακραμέ) φούστα της μάνας της και καβάλα στο άλογο του πατέρα της και είχε δυο (κι άλλα είχε αλλά εμάς και δια την οικονομίαν της ιστορίας μας μάς ενδιαφέρουν μόνο αυτά τα) κουσούρια.  
Άλφον: Σιχαινόταν τα πράσινα (μη καρποφόρα) φυτά (η ταπεινή παραμυθοσυγγραφεύς δεν μπορεί να σας περιγράψει πόσα γιούκα, πόσες δράκαινες και πόσες τούγιες πήγαν από χεράκι της για να μη γεμίσουμε την ιστορία με βία και –κυριολεκτικά- ξεριζωμό) ενώ αντιθέτως λάτρευε τα (κατά προτίμηση) κόκκινα λέλουδα (τριαντάφυλλα, γαρύφαλλα, καμέλιες και άλλα πολλά) και (πού την έχανες πού την έβρισκες την άνοιξη)  μάζευε  κόκκινες ανεμώνες.   Βήτον (και κυρίαρχο πρέπει να ομολογήσουμε) όποτε ερχόταν η διοικητική συνέλευση των (ως γνωστόν διοικούντων ουχί μόνο του παραμυθιού μας αλλά και όλων των χωρών τα δάση και τις πολιτείες) αλεπούδων  αυτή πεισμόνως (και αγύριστο κεφάλι θα την έλεγες) και αδιαλείπτως συντασσόταν με τις (που τις φαίνονταν πιο συμπαθητικές πιθανά διότι δεν κατάφερναν ποτέ να συμμετάσχουν στη διοίκηση) κόκκινες αλεπούδες. Ε, όπως καταλαβαίνετε χωριό ήτο, στενοκέφαλοι χωρικοί ήτο, δάσος απομεμακρυσμένο ήτο, κάτι κουνάβια, κάτι κότες, κάτι σαθροβαθρακοί (άλλως γνωστοί και ως βούζες), κάτι τσακάλια ήτο, και αυτή αγύριστο κεφάλι ήτο, πολύ δεν ήθελε τις το κόλλησαν το παρατσούκλι η Κοκκινοκεφαλίτσα.
Η Κοκκινοκεφαλίτσα μας μεγάλωνε όπως όλα τα χαρούμενα παιδάκια των χωριών και των δασών, με σχολείο, πετροπόλεμο και κάτι άλλα παιχνίδια με λάστιχα ποδηλάτων, τσιγκάκια και κουρέλια που η συγγραφεύς (ούσα από πόλη παρότι της τα περιέγραψαν) δεν τα πολυκατάλαβε και με την καθοδήγηση και τις συμβουλές της μητρός της ώσπου εγένετω μια εξαιρετική νέα με ιδιαίτερον τάλαντον στη μαγειρική.  Συχνά πυκνά της ανέθετε η μητέρα την ευθύνη της βρώσης και της πόσης αυτών που περιποιούντο τις συγκομιδές από το (όσο) δάσος (ανήκε στην οικογένειά της) κι έτσι  έφτιαχνε συχνά πυκνά καλαθάκια  για να τα μεταφέρει σε αυτούς, αναγόμενη εις την εφευρέτρια του αγροτοεργατικού πικνίκ μετά την αυθεντική Κοκκινοσκουφίτσα που ήτο, ως γνωστόν, η εφευρέτρια του πικνίκ γενικώς (ευτυχώς που έχετε τη συγγραφέα να καλύπτει τα γνωσιακά σας κενά).
Τα προβλήματα της Κοκκινοκεφαλίτσα μας ξεκίνησαν από την αρχή της ενηλικίωσής της καθώς άρχισε και ξέφευγε και όλο και διαπίστωνε ελλείψεις στο χωριό και το δάσος που μέχρι τότε δεν είχε παρατηρήσει. Ελλείψεις τύπου σαμπουάν (και ας μην ήτο και γούος ενδ γο βρε αδερφέ), τζίν (όχι το ποτό το άλλο, το ρούχο αν και τώρα που το σκέφτομαι κι από το ποτό ψιλοέλλειψη θα είχαν), καλού γούστου, τρόπων, συνεννόησης ανάμεσα εις χωρικούς και κατοίκους του δάσους, ατομικών ελευθεριών, καλών ταινιών (μιλάμε είχε γονατίσει από τον Ξανθόπουλο και το κλάμα της Βούρτση), σάλτσας μπεσαμέλ, (δυστυχώς) πόρων διαβίωσης και καρότων. Αποφάσισε λοιπόν να μετοικήσει σε μεγαλύτερο δάσος και χωριό όπου δεν υπήρχαν οι προαναφερθείσες ελλείψεις. Πήρε λοιπόν το καλαθάκι της, το εγέμισε καλούδια (τύπου κάπαρη, λάδι, ελιές, μακαρονόπιτα, γλυκό νεραντζάκι και κρασί) και είδη πρώτης ανάγκης (τύπου φούστα-μπλούζα, μολύβι ματιών, τσιγάρα, το «ένα βήμα μπρος δύο πίσω» του Λένιν, έναν δίσκο του Αγγελόπουλου –πάρε κατάλαβε– και μια τράπουλα για δηλωτή) και ελλείψει γιαγιάς ξεκίνησε να βρει μια μακρινή θεία.  
Πριν φύγει πήρε και την ευχή και  τη συμβουλή της μάνας της κάτι τύπου «Σύρε παιδί μου στο καλό και την καλή την ώρα αλλά κοίτα μη χαζεύεις και κοιτάς γύρω-γύρω στο δάσος που είναι οι ανεμώνες (διότι οι μάνες πάντα ξέρουν). Και κοίτα μην κάνεις του κεφαλιού σου (ως προείπαμε οι μάνες είναι μεγάλες connaisseurs της φύσης των παιδιών τους) και φύγεις από τον κεντρικό δρόμο, διότι στα μεγαλύτερα δάση κρύβονται και κυκλοφορούν και οι κακοί λύκοι». Η Κοκκινοκεφαλίτσα μας εσυγκατένευσε (διότι αγύριστο κεφάλι ήντουνε, κορόιδο δεν ήντουνε να μπει σε καυγάδες τύπου «άσε μας ρε μάνα, πρωινιάτικα, δεν έχω πιει ούτε καφέ κι έχω και  δρόμο μπροστά μου»  αντί να πεί ένα απλό) «Μάλιστα μητέρα» αλλά, ως ήτο φυσικό και λόγω και του νεαρού της ηλικίας, μόλις έβγαλε το αβρό ποδαράκι της παπούτσι νούμερο τριανταοχτώ (πληροφορία ωστόσο άχρηστη εδώ καθότι δεν διηγούμεθα τη Σταχτοπούτα) από την πατρική οικία άναψε τσιγάρο δρόμο πήρε δρόμο άφησε, κοίταξε κατά πού να στρίψει να βρει ανεμώνες.
Εδώ το παραμύθι έχει μια απρόσμενη (δια)στροφή διότι (και μέσα στο πλαίσιο του εν τω πατρογονικώ δάσει καλλιεργούμενου ρητού «του στραβού κοράκου το γούρμο σύκο του πέφτει») η Κοκκινοκεφαλίτσα μας κατά τις εις το μεγάλο δάσος (απερίσκεπτες και ό,τι του φανεί του Λωλοστεφανή) περιπλανήσεις της πριχού (και νομοτελειακώς) πέσει επάνου στον κακό λύκο έπεσε στον ξυλοκόπο ο οποίος κρατούσε βενζινοπρίονο, τρυπάνι, κατσαβίδι στο ένα χέρι και έναν δίσκο της Μαργαρίτας Ζορμπαλα (ξαναπάρε και κατάλαβε) στο άλλο. Τη γοήτευσε, τον γοήτευσε (τι να πει κανείς) και ενώνοντας το καλαθάκι της, τα εργαλεία του, κάτι σούβλες κάτι χύτρες, ένα (όχι ατμο)σίδερο, κι ένα καναπεδοκρέβατο βρέθηκαν ύπανδροι και  (διατί να το κρύψωμεν άλλωστε;) ευτυχισμένοι.
Το κακό είναι ότι της Κοκκινοκεφαλίτσας μας άρχισαν (αιφνιδίως και απροσμένως) να τις τελειώνουν οι δικοί και οι συγγενείς αφήνοντας την (ήτο που ήτο τσίου) ακόμη πιο αποπροσανατολισμένη ακόμη πιο (μόνη) στον κόσμο της κι έτσι (αφού δεν υπήρχε και μάνα να της βάλει μια φωνή, να της στείλει ένα sms, ένα voice-mail υπενθύμισης ήταν και ο ξυλοκόπος «Κοκκινοκεφαλιτσούλι και Κοκκινοκεφαλιτσούλι» σιγά μην της επιβαλλόταν) βρέθηκε να περιπλανιέται όλο και  πιο βαθιά στα μονοπάτια του μεγάλου δάσους. Κι εκεί (διότι τη γλύτωσε μία, τη γλίτωσε δύο… πόσο να τη γλιτώνει, παραμύθι γράφουμε δεν είμαστε και ο μάγος Χουντίνι) έπεσε πάνω στον Λύκο….
Η αλήθεια είναι ότι αγνώριστο δεν θα τον έλεγες. Να κάτι αυτιά, να κάτι δόντια, να κάτι νυχάρες να κάτι τρίχες στον πόδη… όσο και να προσπάθησε κάτω από το καπέλο, το παλτό το πανακρίβου και  τη γόβα τη Louboutin πάλι το λυκοτόμαρο φαινόταν. Έλα όμως που η (όχι και τόσο χαζή αλλά σίγουρα σε ψιλοκαταθλιψάρα) Κοκκινοκεφαλίτσα  μας  είχε πάθει (ο τόνος στο α γαλλομαθές αναγνωστικό κοινόν μου) fixation με δαύτον και τον (και αντιστρόφως βεβαίως και για να είμαστε τίμιοι και αυτός την) ακολουθούσε κατά πόδας. Όπου η Κοκκινοκεφαλίτσα και ο (ειρήσθω εν παρόδω, ζευγαρωμένος και με κουτάβια) Λύκος από πίσω. Κι έτσι (και για να μην τα πολυλογούμε)  τι από δάση σε διοικητικές υπηρεσίες και από βουνά σε ιατρεία έτρεχαν μαζί Λύκος και Κοκκινοκεφαλίτσα, τι από λίμνες σε στρατιωτικές εγκαταστάσεις και από θάλασσες σε ευαγή ιδρύματα περιπλανιόνταν μαζί Κοκκινοκεφαλίτσα και Λύκος, τι από λόφους σε εργασιακούς χώρους και από κοιλάδες σε διασκεδαστομαγαζάδικα βρέθηκαν για να εξερευνούν Λύκος και Κοκκινοκεφαλίτσα άλλο να σας τα διηγούμεθα και άλλο να τα βλέπετε.
Το ζήτημα όταν συναναστρέφεσαι τον Λύκο είναι ότι ο Λύκος είναι σπανίως ο χαμένος διότι (κακά τα ψέματα και παρά τις περί του αντιθέτου προπαγάνδες σε γελοία παραμύθια τύπου «Ο Λιλύκος και η Αφρούλα» ή ο «Διαβαστερός Λύκος και η σωτηρία του Φαλακροκόρακα» με τα οποία δεν επιθυμούμε να έχουμε σχέση) ο Λύκος είναι σαρκοφάγος. Αφού αναγνωρίσουμε ότι η ανοίκεια συναναστροφή ψιλο(καιπροσωρινα)έβγαλε την Κοκκινοκεφαλίτσα μας από την κατατονική κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει θα συνεχίσουμε τη διήγηση λέγοντας ότι (ακουσίως αλλά και θλιβερώς) η Κοκκινοκεφαλίτσα άρχισε να παρατηρεί, ότι καλή η συναναστροφή αλλά είχε αρχίσει και (ξαναματά χρησιμοποιώντας τις πατροπαράδοτες σοφές ρήσεις του αρχικού της δάσους) «έσωνε». Μια της έλειπε ένα δάχτυλο, (μπα κάπου θα μου έπεσε είμαι τόσο ξεμυαλισμένη), μια της έλειπε ένα κομμάτι από το πόδι (μάλλον πάει καλά η δίαιτα που θα αρχίσω από Δευτέρα) μια της έλειπε μια σπλήνα, ένα κομμάτι από το συκώτι και λοιπά (που δεν σας περιγράφουμε για να μην κάνουμε το παραμύθι splatter που δεν είναι και από τα αγαπημένα μας λογοτεχνικοκινηματογραφικά είδη) όργανα, των οποίων αδυνατούσε να ερμηνεύσει (όταν την αντιλαμβανόταν) την απώλεια (αφού ο Λύκος παρέμενε υπεράνω υποψίας). Κάτι ψιλοψιθύριζε αραιά και που για τον Λύκο ο ξυλοκόπος (που όσο να πεις στο δάσος τριγυρνούσε, δέντρα έκοβε, όλο και κάποιες λυκοφωλιές είχε συναντήσει, όλο και με κάποιους λύκους είχε έρθει αντιμέτωπος) αλλά με τα «Κοκκινοκεφαλιτσούλι» του και την (πραγματικά εξωπραγματική και δημιουργούσα πανικό, ειδικά στην παραμυθοσυγγραφέα) αδυναμία του η Κοκκινοκεφαλίτσα μας δεν τον επήρε στα σοβαρά.
Και ξαφνικά, κάτι η αποψίλωσις των δασών από κατοίκους και ζώα δασών και χωριών που ήθελαν διακοποδάνειο και μεζονέτα με κήπο στα προάστια, κάτι η ανικανότητα των πρασινομπλέ αλεπούδων να διαχειριστούν τους πόρους των δάσων και των χωριών άφησαν τον ξυλοκόπο με το βενζινοπρίονο στο χέρι και την Κοκκινοκεφαλίτσα χωρίς δρόμους να παίρνει και να αφήνει και γενικώς (δυστυχώς τι είχαμε τι χάσαμε) αμφότερους με  ελαχιστοποιημένους πόρους. Και έτσι (ξαναματαακουσίως και θλιβερώς) επέστρεψε στο εσπεριδοελαιοδάσος της, όπου (ευτυχωδυστυχώς και αντιθέτως με το αρχικής εμπνεύσεως παραμύθι) δεν ζούσε η μάνα της να της πει «Μωρή, ποιος σε κατάντησε έτσι? Κομμάτια σου λείπουν», φέρνοντας και τον ξυλοκόπο μαζί της.
Το καλό με τις επιστροφές είναι ότι απομακρύνουν τους λύκους καθώς κάνουν την πρόσβαση στη (μέχρι τούδε αφειδώς και ανοήτως προσφερόμενη από το θύμα) τροφή δυσχερή και (ενίοτε) εγείρουν ανησυχίες για αξιώσεις δια τα πάρε να ‘χεις, κομματάκια του εαυτού που έχουν ήδη καταναλώσει. Το κακό είναι ότι οδηγούν σε απολογισμούς. Και αυτού του είδους οι απολογισμοί δεν μπορούν παρά να έχουν μια αποκάλυψη:
Δεν μπορείς, δεν θέλεις κι ούτε πρόκειται ποτέ να εξολοθρεύσεις τον λύκο
και ένα συμπερασματοερώτημα:
Ο λύκος, κουκλίτσα μου, πάντα λύκος ήταν. 
Η Κοκκινοκεφαλίτσα πού είχε το μυαλό της?

                                                                                                                                                     

Τετάρτη 30 Μαρτίου 2016

....Πόσοι μας αγνοούν....

Bas les voiles!
έχει αρχίσει και γίνεται ενδιαφέρουσα η πρακτική.  Κάτι που γράφεται στο διαδίκτυο δημιουργεί την ανάγκη απάντησης, (αντί)δρασης, (επι)κοινωνίας. Το πιο εύκολο είναι το φατσοβιβλίο αλλά ως μέσο είναι ανεπαρκές. Φτιάχτηκε για μια τελείως επιδερμική επαφή  με like, dislike, log και grr. Κανείς (ή σχεδόν) δεν διαβάζει κάτι μετά από το afficher la suite. Κι έτσι, "τα καλύτερα παιδιά (εγώ είμαι αυτή) βαρέθηκαν και γύρισαν στο σπίτι...." στο καλό φλύαρο και εντελώς προσωπικό blogging, όπου μεταφέρονται πιο εκτεταμένα (ίσως και όχι) αυτά που γράφτηκαν στο ανεπαρκές φατσοβιβλίο.
Bas les voiles!  
το άρθρο και τις αντίστοιχες  ανησυχίες της συγγραφέως το διάβασα στο TVXS. Και παρ ότι από φύση και θέση είμαι και με τον χωροφύλαξ και με τον αστυφύλαξς ούτε για μια στιγμή δεν αισθάνθηκα αμφιβολία.
Bas les voiles!
Κι ας χαρακτηρίζεται πολύπλοκο από πολιτικούς και (κυρίως και παραδόξως τους χριστιανικής προέλευσης) θρησκευτικούς ταγούς.  Στο (υποκριτικό) όνομα της ισότητας των πολιτισμών, της ελευθερίας της προσωπικής έκφρασης και του σεβασμού των θρησκειών, το έν/δεύτερο της ζωής δεν μπορεί να ζει κρυμμένο /θαμμένο και με την (καλλιεργημένη και επιδεικνυόμενη ως υπόμνηση αμαρτίας) ντροπή του φύλου του. Και ΔΕΝ  συγκρίνεται ο σταυρός και το χέρι της Φατίμας και ο κύκλος του γιν-γιανγκ και το πενταλφικό μενταγιόν και ο διπλός πέλεκυς και δεν ξέρω τι άλλο που τα φέρεις επάνω σου με το  χιτζάμπ που σε φέρει (συμβολικά και πραγματικά) από κάτω του.
Και δεν συγκρίνονται οι  (ορθόδοξες και καθολικές που γνωρίζω εγώ) καλόγριες, οι οποίες φορούν τα (στο δικό τους πλαίσιο ιδιότυπα χιτζάμπ) ράσα και κεφαλομάντιλα ως σχήματα/στολές, ως κατάταξή σε μια συγκεκριμένη κοινωνική τάξη, ως αφιέρωση σε μια άλλη μορφή (έγκλειστης και απομακρυσμένης από τον υπόλοιπο κόσμο) διαβίωσης. Και ΔΕΝ συγκρίνονται οι (υπάρχουν ακόμα?) μαντιλοδεμένες γιαγιάδες ή λιγότερο γιαγιάδες που (όντως προσωπικά και ατομικά και όχι στο όνομα μιας γενικής υποχρέωσης) επιλέγουν μια μορφή (συνήθως λόγω  κάποιας  προσωπικής απώλειας) συμβολικού κοινωνικού ανσχωρητισμού. Τα δωδεκάχρονα  κοριτσάκια (που θα γίνουν έφηβες και νεαρές και μεσήλικες γυναίκες χωρίς κανένα δικαίωμα να αλλάξουν γνώμη και να  απαλλαγούν από αυτό) δεν έχουν επιλέξει το χιτζάμπ. Η οικογένεια/φατρία (κατά κύριο λόγο λέγε με πατεροθειοαδερφοπαππού) το επιλέγει γι αυτά στο (υπόρρητο) όνομα ενός κοινωνικού προσδιορισμού τους ως (ξαναματαϋπόρρητα) υποδεέστερων για τον οποίο  (κι ας μην είμαι ισλαμολόγος σαν την ελένη κονδύλη) πιστεύω ότι η θρησκεία απλά δίνει το πρόσχημα.  
Και δεν είναι παράξενο που (από τους πιο διαπρύσιους) υπερασπιστές του δικαιώματος στο χιτζάμπ και (από τους πιο φανατικούς πολέμιους της απαγόρευσής τους στα γαλλικά σχολεία ήταν η καθολική εκκλήσία. Η καθολική εκκλησία που διττά προσεγγίζουσα την κατάσταση, από τη μία υπερασπιζόταν την θρησκευτικοποίηση της λαϊκής ζωής και οντότητας και από την άλλη στηρίζοντας το χιτζάμπ ως θρησκευτικό σύμβολο, στην πραγματικότητα αποδεχόταν και ευλογούσε τα δεσμά και τον περιορισμό της συμμετοχής των γυναικών στο πολιτικό γίγνεσθαι. Η καθολική εκκλησία που (κρυπτόμενη πίσω από μια άλλη θρησκεία και αόρατη συνέβαλε και) κήρυσσε  την περιθωριοποίηση του μισού του πλανήτη, έβλεπε να εφαρμόζονται οι δικές της διαχωριστικές και φαλλοκρατικές πολιτικές και ιδεολογές. 


Κάθε παρέλαση σηκώνει σκόνη. Πολύ περισσότερο όταν μία από τις παραστάτριες φοράει μαντίλα. Τώρα που έκατσε λίγο ο κουρνιαχτός που άφησε πίσω της η Άγια με το ασπρόμαυρο χιτζάμπ, ίσως είναι η κατάλληλ
TVXS.GR

Κυριακή 27 Μαρτίου 2016

.....να μπορέσω να φράξω....

Αναρωτιέμαι για άλλη μια φορά διαβάζοντας στο site της Ρίτσα Μασούρα γιατί απορούμε? Είναι λογικές οι επιθέσεις με κάθε (βρώμικο) τρόπο απέναντι στη μοναδική (και μάλιστα παρότι εξαιρετικά συντηρητικών ιδεολογιών) πολιτικό που στήριξε μια ανοιχτή στα προσφυγικά ρεύματα Ευρώπη. Πραγματικά στην περίφημη selfie, νομίζω, ότι βλέπουμε ξεκάθαρα την προσπάθεια να κατηγορηθεί (όχι τόσο η Μέρκελ αυτή καθέ αυτή όσο) η πολιτική της των ανοιχτών συνόρων, της Ευρώπης της φιλοξενείας. Αν συνδεθούν οι επιθέσεις με την κύρια (ή τουλάχιστον τη με μεγαλύτερο πολιτικό εκτόπισμα αυτή τη στιγμή στην Ευρώπαϊκή Ένωση) εκπρόσωπο των ανοιχτών συνόρων προσφέρεται το απόλυτο άλλοθι στους υπερασπιστές των αγίων και οσίων (των κλειστών συνόρων και της μη προσφοράς ασύλου) της γηραιάς ηπείρου.
Έτσι στήνεται ένας τριπλός ιστός που συνδέει κατ αρχάς τους (τωρινούς) πρόσφυγες/μεταναστες με την τρομοκρατία (παρ' ότι αποδεδειγμένα οι βασικοί υπεύθυνοι των τρομοκρατικών επιθέσεων είναι χρόνια κάτοικοι της Ευρώπης και οι περισσότεροι κάτοχοι ευρωπαϊκών διαβατηρίων) δικαιολογώντας έτσι την εμμονική (και εκπηγάζουσα για μένα ΠΑΝΤΑ από την άρνηση και αδυναμία κατανόησης του άλλου/ετέρου, γεγονός που τον αναγάγει στο "τέρας" και την απειλή του dasein/εγώ) άρνηση των χωρών να τους δεχθούν στα (ιερά μην πω τίποτα) χώματά τους. Εν δευτέροις, συνδέει (αδιακρίτως) την ήδη κατοικούσα στην Ευρώπη (θρησκευτική, πολιτική, κοινωνικής οργάνωσης) ετερότητα (η οποία σπουδάζει, εργάζεται, διαβιει κατά βάση και ευκταία αποκομένη από το κεντρικό κοινωνικοπολιτικό γίγνεσθαι) με τις τρομοκρατικές (που μεταφράζονται και από τις δύο πλευρές σε) επιθέσεις σε ένα φαντασιακό κοινωνικό γίγνεσθαι με υψιπετείς (ελληνοϊδουαϊκοχριστιανικής εμπνεύσεως και καπιταλοπροτεσταντικής συνέχειας) παραδόσεις. Τέλος, συνδέει την οποιαδήποτε πολιτική προσπάθεια κοινωνικού ανοίγματος πολιτιστικής σύγκλισης και θρησκευτικής συμβίωσης με (χαμηλής ικανότητας και) αδυναμία υπεράσπισης της νομιμότητας των (περιοριζόμενων σε χριστιανικές και κατοικούμενες από λευκούς χριστιανούς) Ευρωπαϊκές χώρες και της ασφάλειας του ίδιου του (περιοριζόμενου, επίσης, στον γηγενή, λευκό και χριστιανό) Ευρωπαίου πολίτη. Καλλιεργώντας και υπερτονίζοντας, παράλληλα, μια μανιχαϊστική (αλλά πάντα ετεροβαρή) αντίπαλότητα πολιτισμών (η αφέλεια της Μέρκελ απέναντι στον υποχθόνιο μετανάστη που την παγιδεύει στη selfie) αποσιωπά ότι (ο πλέον αλλά και πάντα, πολύμορφος και μεταφέρομενος παντού) πόλεμος απαιτεί τουλάχιστον δύο αντιμαχόμενους και μια (συνήθως οικονομικοπολικτική και κακής εκτίμησης ώς προς την αντίδραση) αφορμή ή αιτία έναρξης εχθροπραξιών.
Η περίφημη selfie με όλα τα συνέκδοχα του φόβου των νομιμοποίηση της γκετοποίησης, του απομονωτισμου και της αστυνομοφρούρησης των ζωών και των χωρών μας δίνει το άλλοθι να γυρίσουν όλοι ήσυχα ήσυχα στις κλεισττοφοβικές ζωούλες τους αναρωτώμενοι και παραπονούμενοι ενίοτε για τις συν8ήκες διαβίωσης των "προσφύγων/μεταναστών στα γκέτο (Elis Islands τα αποκάλεσε θρασύτατα ο "αξιωματούχος") που ελπίζουν να δημιουργηθούν (και να ξεχαστούν) στην (χρεωκοπημένη οικονομικά και πολιτικοκοινωνικά αλλά που έσωσε την τιμή της Ευρώπης με τεράστιο κόστος) Έλλάδα.

Λύθηκε το μυστήριο με τη… selfie της Μέρκελ
GLOBALVIEW.GR|PAR BOT

Πέμπτη 4 Φεβρουαρίου 2016

....mes amis mes amours mes emmerds....


Σήμερα είδα στο φατσοβιβλίο ότι είναι η μέρα των φίλων. Πάει καιρός από τότε που έγραψα αυτό το κομμάτι για τους φίλους/ες και τις φιλίες μου, σταπρώτα χρόνια της ενοίκησης της  ελληνικήςβλογόσφαιρας. Καθώς νέες και παλιές φιλίες επανα-αναδύονται, εν-πλέκονται και αλληλ-επιδρούν και καθώς ο χρόνος αλλάζει πλαίσια, συσχετισμούς, άτομα, εμένα,  το κείμενο μου βρέθηκε με ένα κενό.  Βλέπεις, στη δεκαετία των πενήντα, τη δεκαετία της φθοράς, των (δύσκολων και μόνιμων) αποχαιρετισμών και των (ήμερων και βαθιών) χαρών, ανακάλυψα ότι υπάρχει ακόμα μία κατηγορία φιλιών. Οι φιλίες της σιωπής.
Έχουν κάτι περίεργο αυτές οι φιλίες. Δεν μπορείς να θυμηθείς πότε ακριβώς συγκεκριμενοποιήθηκαν και δεν μπορείς να εντοπίσεις το πλαίσιο στο οποίο ορίζονται. Μπορείς να αντιληφθείς ότι δεν τις σχηματοποιεί η υλική πραγματικότητα της φυσικής παρουσίας, των γέλιων, των δακρύων των ψιθύρων και των κραυγών. Αναγνωρίζεις ότι  δεν τις συγκροτούν ά-υλες αισθητικές διαφωνίες, α-σήμαντες πολιτικές ερμηνείες, οντολογικές (επ-ανα)θεωρήσεις, κοινωνικοφιλοσοφικά (μη) ερωτήματα. Καταλαβαίνεις ότι δεν δομούνται από τόπους και χρόνους και δεν τρέφονται από εξομολογήσεις, αποκαλύψεις, λόγια, δράματα.  Η αλήθεια είναι ότι οι φιλίες της σιωπής βιώνονται σε μια συνεχή απροσδιοριστία,  μια ανεπαίσθητη διαφυγή των  πόλων της σχέσης.
Οι φίλοι της σιωπής δεν ρωτάνε τι κάνεις και δεν έχουν απάντηση στην αντίστοιχη ερώτηση καθώς  ό,τι μάθανε(τε) πια είναι ότι οι καθημερινότητες βρίθουν από πόνους. Δεν (ανα)λύουν το σαρκασμό σου και δεν (αντι)παραθέτουν τον καγχασμό τους γνωρίζοντας πια πώς το γέλιο χρειάζεται προστασία. Οι φίλοι της σιωπής δεν ανασκάπτουν τις μνήμες σου και δεν επιστρέφουν στα χθες τους αντιλαμβανόμενοι πια ότι οι πληγές χαίνουν για πάντα. Δεν ψαύουν τα σχέδιά σου και δεν προσφέρουν ως  θέαμα τις προσδοκίες τους καθώς ξέρουν πια πως το μέλλον προελαύνει πολύχρωμο και σκοτεινό, τερπνό και θλιμμένο, απροστάτευτο και πανίσχυρο, άμορφο και πολυπρόσωπο και κυρίως απροσδόκητο
Ωστόσο, είναι οι φίλοι της σιωπής που πίνουν μαζί σου τον καφέ τους τα σαββατοκυριακάτικα πρωινά  πίσω από ένα σύρμα τηλεφώνου με ναι, όχι και σιωπές που τιθασεύουν το α-συνεχές την εξέγερσής σας. Είναι αυτοί που κάθονται τα καλοκαιρινά μεσημέρια μαζί σου στην παραλία αγναντεύοντας έναν απρόσιτο ορίζοντα προσφέροντας τη δυνατότητα μιας εσωτερικής ησυχίας στην πίκρα σας. Είναι αυτοί που μοιράζονται μαζί σου ένα απογεματινό ανοιξιάτικο ταξίδι εναλλασσόμενων μουσικών προστατεύοντας έτσι την ευθραυστότητα της χαράς σας. Είναι αυτοί που ξενυχτούν μαζί σου σε ένα φθινοπωρινό μπαλκόνι με μόνη ορατή την κάφτρα ενός τσιγάρου φωτίζοντας τον δρόμο για ένα σκασιαρχείο απ’ τη ζωή σας . Είναι αυτοί που ξαπλώνουν γελώντας στο διπλανό δωμάτιο ξορκίζοντας μέσα στην ευφορία του συντροφικού χειμωνιάτικου ξημερώματος το καταναγκαστικό των αληθειών σας.  Και στην τελική, είναι οι φίλοι της σιωπής αυτοί στους οποίους θα πεις,

 Το παιδί μου και τα μάτια σου….